Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Τάκης Μπουρλίδης,
ΕΛΑΣ- το 16ο Σύνταγμα Βερμίου,
Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2004

copyright: Τάκης Μπουρλίδης, Νάουσα (τηλ. 23320-27937)
Διορθώσεις και επιμέλεια: Αντώνης Βλέτσης, Φιλόλογος
Επιμέλεια έκδοσης Αρχέλαος Κουτσούρης, Φιλόλογος

Τάκης Μπουρλίδης,
ΕΛΑΣ- το 16ο Σύνταγμα Βερμίου,
Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2004
Ο συγγραφέας και οι επιμελητές
Άγιο Όρος, Νοέμβριος 2005
o

 

 

Μια αλλιώτικη εκδρομή

 

... Ένα Σαββατοκύριακο σαν νέοι και εμείς, ανταμώσαμε στο εξοχικό κέντρο «Αγίου Νικολάου». Κάμποσοι φίλοι και γνωστοί κάναμε οργανωμένη εκδρομή: Ο Καραπέτσας Νίκος, ο Αβραμίδης Ιωακείμ, ο Νούσκας Γιώργος, ο Τριανταφυλλίδης Γιώργος και Μαίρη, ο Παλακόπουλος Ανέστης, η Καλαϊτζή Κατίνα, η Ρούσαλη Βέρα, η Πράπα Σεβαστή, η Ρούσαλη Νίτσα, ο Νάκος Γιάννης, η Θέμη από την Θεσσαλονίκη και εγώ.
Τα δύο γαϊδουράκια βοήθησαν και μας κουβάλησαν όλα τα πράγματα που μας χρειάζονταν για το γλέντι και την κατασκήνωση. Η ομορφιά της φύσης γύρω μας, μας άνοιξε κι όλας την όρεξη. Φάγαμε, ήπιαμε, παίξαμε διάφορα παιχνίδια, τραγουδήσαμε και καλαμπουρίσαμε εύθυμα. Αργά την νύχτα κοιμηθήκαμε ξένοιαστα στον καθαρό αέρα.

Το πρωί βρεθήκαμε οι πιο πολλοί στο κατακάθαρο ποτάμι, που το κρύο νερό του μας δρόσισε και μας έδωσε ζωντάνια και χάρη. Ακολούθησε ορισμένη γυμναστική, πάλι φαγοπότι, μουσική, χορός και τραγούδια. Ευθυμία γενική, απεριόριστη χαρά και κατανόηση. Ήταν πολύ όμορφες εκδηλώσεις αγάπης και φιλίας.
Μας πλησίασαν δύο χωροφύλακες. Χαιρέτησαν κάπως ευγενικά. Ο Νίκος που ήταν πιο κοντά τους είπε:
- Γεια σας, ορίστε, θα πάρετε κανένα ουζάκι;
- Όχι ρε, δεν μας χρειάζεται το ουζάκι σας, άμα θέλουμε, βρίσκουμε, έχουμε τόσα λεφτά.
- Έλα βρε, αδερφέ, δεν σας είπε κανένας και καμπούρη. Θέλετε καλά, δεν θέλετε πάλι καλά, είπε λίγο πειραγμένος ο Ιωακείμ.
- Καμπούρης είναι ο δικός μου...ο... και αρέσει τις όμορφες κοπέλες, είπε αδιάντροπα ο άλλος και πάτησε τα γέλια.
Δε πρόλαβε όμως να συνέρθει από την ικανοποίηση, όρμησα και τον κοπάνισα απανωτές γροθιές, έτσι που κυλίστηκε κάτω, ξαναόρμησα στον άλλον. Το τι έγινε δεν λέγεται. Ο Τριανταφυλλίδης, ο Νούσκας και κάνα δύο άλλοι, πήραν και προστάτεψαν λίγο πιο πέρα τους χωροφύλακες και προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν. Εμένα με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του ο Ιωακείμ.
- Κάτσε καλά Τάκη γιατί θα'ρχίσω και 'γω και θα γίνει της κακομοίρας, έλεγε.
- Πώς ορέ Ιωακείμ, δεν τους άκουσες; Τι ζητάν εδώ σε μας;


Μαζεύτηκε κι άλλος κόσμος. Τελικά καθησύχασαν τα πράγματα. Ορισμένοι από μας τους ζητούσαν συγγνώμη. Όμως εγώ και ο Ιωακείμ ξαναπειλήσαμε και τους υποχρεώσαμε να ζητήσουν αυτοί συγγνώμη, όπως και έτσι έγινε. Τελικά έφυγαν ντροπιασμένοι.
Εγώ έμεινα ο στόχος της συζήτησης, πράγμα που το απέκρουσα, παρ' όλα αυτά τα σχόλια συνέχιζαν ως που μπήκαμε πάλι στο συνηθισμένο ενθουσιασμό.
Ανακατευθήκαμε. Ορισμένοι έπαιζαν το μπίζζζ..., άλλοι ξεκουράζονταν προσωρινά ξαπλωμένοι, εμείς παίζαμε βόλεϊ. Προς τη μπάλα τρέξαμε μαζί με τη Θέμη. Την άφησα να πάρει την μπάλα, όμως την πέταξε χωρίς καθυστέρηση στην παρέα και μου είπε:
- Τάκη θα ήθελα να σου μιλήσω.
- Πάμε να κάτσουμε κάπου, της είπα.
- Όχι, και εδώ μπορώ να σε ρωτήσω. Γιατί δεν κρατήθηκες με τους χωροφύλακες; Δεν νομίζεις ότι θα χεις συνέπειες;
Χαμογέλασα και της απάντησα:
- Όπως είδες, δεν κρατήθηκα, όσο για τις συνέπειες, τώρα πια είναι αργά να συζητάμε γύρω από αυτό το ζήτημα. Πάντως μην ανησυχείς.
- Δεν ξέρω αν πρέπει να ανησυχώ ή όχι, πάντως πρέπει να φυλαχτείς, θα σου κάνουν κακό, χωρίς λόγο φέρθηκαν όπως φέρθηκαν, τώρα πιστεύω πως είναι σε θέση να κάνουν και έγκλημα.
- Εντάξει Θέμη, κατάλαβα, σ'ευχαριστώ. Μας διέκοψε την συζήτηση η Βέτα.
- Τι κάνετε καλέ αυτού, για τι πράγμα συζητάτε; Αν επιτρέπεται φυσικά. Η Θέμη της εξήγησε περί τίνος πρόκειται.
- Α...εγώ νόμιζα πως ερωτική εξομολόγηση κάνατε, είπε δήθεν στ' αστεία.
- Θα ήταν άραγες άσχημο αν... Δεν πρόλαβα να τελειώσω και η Θέμη πρόσθεσε:
- Δεν πρόκειται να σου τον πάρω, δεσποινίς Βέρα, εγώ αύριο φεύγω για την Θεσσαλονίκη.
- Τι πράγματα είναι αυτά, καλέ Θέμη;
- Αντε, άντε αστειεύτηκα, ξαναείπε η Θέμη και της έβαλε το χέρι στον ώμο, πάμε να πιούμε λίγη ρετσίνα, διψάω, τι λέτε;

Κάτι αλλόκοτες φωνές μας τράβηξαν όχι μονάχα την προσοχή μα και κατάπληξη. Μια ομάδα Γερμανοί με αυτόματα και όπλα προτεταμένα, μας απειλούσαν και τσαλαπατούσαν, ποτήρια, πιάτα, με φαγητό και μεζέδες, κλωτσούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Δεν είχε όρια ο κανιβαλισμός τους, η λαχτάρα και ο φόβος επικρατούσαν σε όλους και προπαντός στις κοπέλες. Εδώ πια δεν μπορούσες να κάνεις τον παλικαρά, ούτε και τον έξυπνο, γι'αυτό όλοι μας το βουλώσαμε παρ' όλο που αρπάξαμε από καμιά υποκοπανιά ή σπρωξιά. Τελικά μας υποχρέωσαν να φύγουμε. Όχι μόνον από το μέρος που είμασταν, μα και από τον χώρο του εξοχικού κέντρου.

Στο γυρισμό προς την πόλη που ήταν μια ώρα περίπου πολλά ειπώθηκαν. Καταδικάσαμε τους χωροφύλακες, γιατί αυτοί έφεραν τους Γερμανούς, μισήσαμε ακόμα πιο πολύ τους αναιδείς κατακτητές. Ορισμένοι όμως, όπως ο Τριανταφυλλίδης και ο Σουρουλάμπας, έκαναν κάποια προσπάθεια να δικαιολογήσουν τους Γερμανούς, ότι έχουν τους νόμους τους που πρέπει να πειθαρχήσουμε. Παρόλα που δεν συμφωνήσαμε μαζί τους δεν τους αντιμετωπίσαμε όπως έπρεπε, όχι μόνον γιατί ήταν φίλοι μας, μα ούτε και πολιτικά δεν είμασταν προετοιμασμένοι. Ακόμα ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε τα κατοπινά γεγονότα, το τι θα πάθαιναν αυτοί οι νέοι και νέες που πήραν μέρος σ'αυτήν την εκδρομή από τα νέα κυβερνητικά όργανα και από τους ναζιστές Γερμανούς...




 

 

Στο χωριό Άσπρο

Τα σύννεφα σκέπασαν παντού όλον τον ορίζοντα, οι ακτίνες του ήλιου μάταια προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο, δεν μπορούσαν να ξετρυπώσουν από πουθενά. Ύστερα όμως από μερικές ώρες όλα άλλαξαν, μια ήλιος, μια σύννεφα, πότε έφεγγε και πότε σκοτείνιαζε, πότε ζέστα και πότε ψύχρα, ως που τελικά πρόωρα έφτασε η νύχτα και ανακατεύθηκε με τα γκρίζα και μαύρα σύννεφα.

Είχε νυχτώσει πια για καλά όταν αφήσαμε πίσω μας το τελευταίο ύψωμα του αγαπημένου μας Βερμίου. Κοντά στα μαύρα σύννεφα προστέθηκε και πυκνή ομίχλη που απλώθηκε πέρα για πέρα. Το σκοτάδι έγινε πιο μαύρο και από την πίσσα, πράγμα που μας εμπόδιζε να κινηθούμε κανονικά. Βρισκόμασταν στον κάμπο.

Από την άλλη μεριά Τα έντερα άρχισαν να διαμαρτύρονται πιο έντονα, πεινούσαμε πολύ. Οι δυνάμεις σιγά, σιγά μας άφηναν. Παρ' όλα αυτά έπρεπε να αντέξουμε, κάπου υπήρχε μια μικρή ελπίδα.

Περάσαμε τον δημόσιο δρόμο της Νάουσας και το σιδηροδρομικό σταθμό, το ποτάμι Αράπιτσα που δεν ήταν πολύ βαθύ, όμως ήταν πολύ κρύο. Στην πορεία αυτήν του κάμπου προς τα Γιαννιτσά και από εκεί στο Πάικο συναντήσαμε πολλές δυσκολίες και πρώτα απ'όλα οι χωραφόδρομοι ήταν πολύ σύντομοι, έφταναν στην άκρη του χωραφιού και χάνονταν. Είμασταν υποχρεωμένοι να βαδίζουμε πότε σε μαλακό φρέσκο ποτισμένο χώμα, πότε σκοντάφταμε σε σκληρούς σβώλους ή σε παλούκια που στήριζαν τις φασουλιές. Συχνά μπλεκόμασταν σε κανένα αγκαθωτό φράχτη με σύρμα, ή σωρούς από πέτρες, λάκκους και άλλα εμπόδια.

Πολλές φορές η φάλαγγα σταματούσε, χάναμε πολύ καιρό οι διαταγές δίνονταν πιο νευρικές. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πέσαμε σ'ένα χωριό. Πρώτο μας αντιλήφθηκε ένα σκυλί, που άρχισε να γαβγίζει. Μετά άλλο και άλλα πολλά σαν να είχαν λυσσιάξει. Γρήγορα αλλάξαμε διεύθυνση και ύστερα από 10 ώρες βασανιστική πορεία χωρίς διακοπή, κάναμε στάση.

Ο καθένας βολεύτηκε όπως μπορούσε και όπου βρέθηκε για να ξεκουραστεί λίγο. Δεν προλάβαμε όμως να τεντώσουμε λίγο τα πόδια, ακούμε: «Η επονίτικη διμοιρία να περάσει μπροστά».

Πετάχτηκε ο Μπότσαρης και φώναξε:

- Η δεύτερη ομάδα να περάσει μπροστά, η τρίτη, η πρώτη και σε συνέχεια.

- Άντε γρήγορα, είπε ο Κολοκοτρώνης και τράβηξε μαζί με ένα σύνδεσμο μπροστά.

Ο Μπότσαρης τους έφτασε και κάτι έλεγε τον Κολοκοτρώνη.

Εγώ πήρα τον σύνδεσμο και έδωσα εντολή να πάρουμε ανιχνευτική διάταξη δεξιά και αριστερά από τον δρόμο.

Ο Κολοκοτρώνης που βιάζονταν όπως φάνηκε εκφράστηκε αμήχανα: «Ε! τώρα και φιγούρες......

Γρήγορα όμως πρόσθεσε;

- Μπάση, προτού φθάσουμε στο χωριό να με ειδοποιήσετε. Παρ' όλα αυτά ο Μπότσαρης δικαιολογήθηκε.

- Μέτρα ασφάλειας, συν. Κολοκοτρώνη. Αυτός απάντησε γρήγορα: «Καλά ντε, καλά»

Ο σύνδεσμος, ένα λεβεντόπαιδο από την Κρύα Βρύση, ήξερε πολύ καλά το δρόμο για το χωριό Ασπρο. Ο νουνός του ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού, που και εμείς αυτόν ζητούσαμε να βρούμε. Ύστερα από πολλές προσπάθειες τον ανακαλύψαμε και πήραμε επαφή.

Ο διοικητής μας Κολοκοτρώνης συζήτησε με τον πρόεδρο του χωριού και με τον κομμ. γραμματέα και σύντομα αποφάσισαν και κατέληξαν.

Στις 6 το πρωί σταματήσαμε καταμεσής του κάμπου και δίπλα στο χωριό Ασπρο, σε ένα πυκνό δασάκι μισοκαμένο και με πολλά αγριοάγκαθα στην επιφάνεια του. Το δασάκι αυτό, που τα δεντράκια του δεν ξεπερνούσαν στο ύψος ούτε μια καμήλα παρδαλή, με τα άφθονα καταπράσινα, τρυφερά φύλα του, φιλοξένησε 1000 περίπου αντάρτες στις δύσκολες αυτές στιγμές του ελιγμού.

Το κάθε τμήμα πήρε τον τομέα του και τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας και ξεκούρασης. Εμείς είμασταν φρουρά (της διοίκησης) που κατασκήνωσε κάτω από μια φουντωτή αχλαδιά. Είμασταν όλοι σε επιφυλακή.

Το σκοτάδι σιγά σιγά ξεψυχούσε και ζωντάνευε το φως της ημέρας που περιμέναμε. Παρά την κούραση δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι, τα κόκαλα πονούσαν σ'όλο το σώμα, τα πόδια μούδιασαν αμέσως. Ενώ πριν λίγο έβγαζαν ατμό από την ζέστα, απότομα πάγωσαν και πονούσαν πολύ. Απαγορεύονταν να βγάλουμε τις μπότες ή τα άρβυλα και οποιαδήποτε άσκοπη κίνηση. Η πείνα όμως δεν μας άφηνε ήσυχους, μας ξελίγωνε. Όπου κι αν γύριζες το στομάχι δεν σε άφηνε ήσυχο. Ήταν υγρασία και έκανε κρύο. Ο ουρανός ακόμα ήταν σχεδόν σκεπασμένος. Παρ'όλα αυτά κάπου- κάπου ξετρύπωνε καμιά αχτίνα του ήλιου στο πρωινό αυτό του Απρίλη του 1944.

Λίγο πιο πέρα από μένα ο Λάμπρος το ξανθό παλικάρι από την Καρατζόβα όλο κουλουριάζονταν από πόνους, όμως δεν έλεγε τίποτα. Από την άλλη μεριά κάτι μουρμούριζε ο Μπιλιούρης, από την Νάουσα. Εγώ πλάκωσα τον γυλιό μου με το στομάχι και σαν να ησύχασα λίγο. Ύστερα από πολλές προσπάθειες ξεχάσαμε τους πόνους και την πείνα και με το χαΐδεμα του ζεστού ήλιου που ξέφυγε από τα σύννεφα αποκοιμηθήκαμε.

Στις 3 το απόγευμα έφθασαν 3 κάρα με βόδια που ήταν φορτωμένα με καζάνια με σούπα από πατάτες, 3 βαρέλια με νερό και κάμποσα τσουβάλια με ψωμί. Τα κάρα με τα βόδια πήραν τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις προς το δασάκι. Μέσα σε μισή ώρα πήραμε όλοι το μερτικό μας. Μια φετούλα ψωμί και μια κουτάλα σούπα, έτσι που ξεγελάσαμε λίγο το μαρτύριο της πείνας.

Η υποχρεωτική ακινησία μας ενοχλούσε πολύ, οι ώρες περνούσαν κι αυτές δύσκολα γι'αυτό ο καθένας προσπαθούσε να κάνει κάτι.

Στην ομάδα μας π.χ. ο Αραμπατζής Φίλιππος έβγαλε το χιτώνιο και έψαχνε ψείρες, ο Ζιάνης Γιάννης έραβε τα κουμπιά μπροστά στην κιλότα, ο Σπανίδης καθάριζε επίμονα τα άρβυλα του λες και θα πήγαινε περίπατο, άλλος άλλαζε κάλτσες και άλλοι καθαρίζανε το όπλο. Ανάλογες ατομικές δουλειές έκαναν και οι άλλες ομάδες που ήταν η μια κοντά στην άλλη και στα πλαίσια των συνωμοτικών μέτρων.

Δίπλα μας στην ομάδα του Ίτσιου Χρήστου άρχισε συζήτηση.

-Τι σε κατέβηκε βρε Παντελή, τώρα να καθαρίζεις το όπλο; Δεν βρήκες άλλη απασχόληση;

- Καλύτερη απασχόληση μαζί και υποχρέωση για έναν αντάρτη δεν υπάρχει, παρά να έχει το όπλο πάντα καθαρό. Ακούς συναγ. Νικόπουλε;

- Τρίχες κατσαρές με τι και με ποιον θα πολεμήσεις; Και ύστερα να σου πω νηστικιά αρκούδα δε χορεύει, όπως λέει η παροιμία.

- Πρώτα απ'όλα εμείς, λέει ο Παντελής, αρκούδες δεν είμαστε, αλλά άνθρωποι. Κι αν πρέπει να χορέψουμε ή όχι, αυτό εμείς θα το καθορίσουμε.

- Και το άλλο, συμπλήρωσε ο ομαδάρχης Ίτσιος, με ποιον θα πολεμήσουμε; Μήπως οι Γερμανοί για σένα έφυγαν, ή μήπως ο αγώνας τέλειωσε.

- Φυσικά εσείς τώρα κάνετε τον έξυπνο όμως τις δυσκολίες δεν τις βλέπετε, πιάνεστε τώρα από την εκδήλωση αυτή, όμως δεν έχετε δίκαιο, είπε με πείσμα, ο Νικόπουλος.

Ο Μπότσαρης που δεν ακούστηκε καθόλου σήμερα, ανασηκώθηκε και έκατσε στον κώλο.

- Ενδιαφέρουσα συζήτηση. Τι λες συν. Σωτήρη;

-Όχι μόνον ενδιαφέρουσα μα και επίκαιρη συν. Μπότσαρη, γι'αυτό πρέπει και καλά είναι να πάρουμε θέση.

Ο Μπότσαρης και ο Σωτήρης σηκώθηκαν, και κάνοντας νόημα να μαζευτούμε πιο κοντά, κάθισαν σχεδόν στην μέση των ομάδων.

- Συναγωνιστές, άρχισε ο Μπότσαρης, παρ'όλο που εμείς είμαστε μαθημένοι, δηλαδή είμαστε χορτάτοι από δυσκολίες, δεν μπορούμε να μην πάρουμε υπόψη μας την σημερινή ειδικά, πολύ άσχημη κατάσταση που μας επέβαλε ο εχθρός. Η αλήθεια είναι ότι μας περιμένουν καινούργιες και άγνωστες δυσκολίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα γονατίσουμε, όχι, όχι γιατί ξέρουμε όσο δύσκολο κι αν είναι, θαρθούν και καλύτερες ώρες, καλύτερες μέρες όσο και αν αργήσουν αυτές.

Δεν κρατήθηκε ο Σωτήρης και σχεδόν διακόπτοντας τον Μπότσαρη είπε;

- Έτσι είναι, συναγωνιστές, είναι επόμενο να μας στεναχωρεί η σημερινή κατάσταση, άνθρωποι είμαστε, μας στεναχωρεί ακόμα και το άλλο ζήτημα για τους δικούς μας που αφήσαμε στα χωριά και στις πόλεις, μονάχους, κάτω από την συνεχή απειλή του εχθρού που αιτία είμαστε εμείς. Παρ'όλα αυτά και στις τόσες δυσκολίες και λύπες που τους δημιουργήσαμε, όσα χρόνια και αν περάσουν, αυτοί οι δικοί μας, θα ψάχνουν να βρουν το μνήμα μας, αν χρειαστεί θα ρθούν να μας βρουν εκεί που πέσαμε, να χύσουν ένα δάκρυ και να μας σκεπάσουν με λουλούδια. Στεναχωριόμαστε σύντροφοι, όμως δεν είμαστε δειλοί και ούτε φοβόμαστε. Μπορεί ο εχθρός να μας στρίμωξε, όμως δε μας διέλυσε, ζούμε και δεν θα εγκαταλείψουμε το πόστο και τους σκοπούς μας, δεν θα παρακαλέσουμε κανένα και ούτε θα ζητήσουμε ελεημοσύνη.

Διέκοψε για μια στιγμή όταν είδε τον καπετάν Ακρίτα που από ώρα ήταν κάπου εκεί κοντά. Ο καπετάν Ακρίτας χαμογέλασε ελαφρά και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.

Ο Μπότσαρης και ο Σωτήρης κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, ο Σωτήρης ξανακοίταξε στην κατεύθυνση του Ακρίτα, ο δε Μπότσαρης συνέχισε:

- Γι'αυτό συναγωνιστές, είμαστε αποφασισμένοι και είναι υποχρέωση μας σε τελευταία ανάλυση να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε κατάσταση. Όσο για τον συν. Νικόπουλου, έχω την γνώμη ότι βιάστηκε λίγο και εκδηλώθηκε λαθεμένα, όμως εμείς γνωρίζουμε τι έχει στον τορβά και τι έχει στο κεφάλι του, γι'αυτό απευθύνθηκα γενικά. Η αλήθεια πολλές φορές είναι πικρή, όμως πρέπει να λέγεται. Τι λες συν. Νικόπουλε;

- Ούτε συζήτηση συν. Μπότσαρη. Εδώ είμαστε και θα τα δούμε. Γελάσαμε όλοι ευχαριστημένοι

- Όσον αφορά για την καθαριότητα οπλισμού για μας τους επονίτες στο μέλλον δεν θα επιτρέψουμε ακόμα και ούτε λαθεμένη εκδήλωση. Είναι μόνιμη υποχρέωση μας, συμπλήρωσε και έκλεισε τη συζήτηση ο καπετάνιος της διμοιρίας μας Σωτήρης.

 

Στις 5 το απόγευμα ήρθε αντιπροσωπεία από 5-6 μισοηλικιωμένες γυναίκες που ζητούσαν να πάμε να κοιμηθούμε το βράδυ στο χωριό τους Ασπρο, που δεν ήταν μακριά. Ο Κολοκοτρώνης την άκουσε με προσοχή και μετά πρόσθεσε:

- Συγκινητική η πρόταση σας, σας ευχαριστούμε πολύ συναγωνίστριες, όμως εμείς είμαστε περαστικοί από εδώ.

Μια χοντρούτσικη όλο ζωή γυναίκα τον διέκοψε.

- Εμείς ακούσαμε πολλά για τους αντάρτες, για τα κατορθώματα τους γι'αυτό τους αγαπάμε πολύ. Πρώτη φορά βλέπουμε αντάρτες, πολλούς αντάρτες. Τώρα που ήρθατε εδώ κοντά στα σπίτια μας, θα 'ναι ντροπή μας να σας αφήσουμε να φύγετε νηστικοί και διψασμένοι.

Βγήκε πιο μπροστά από τις άλλες και αποφασιστικά ρώτησε.

- Εσύ παιδί μου, τι καπετάνιος είσαι, ο Κολοκοτρώνης δεν είναι εδώ κοντά; Γέλασε ο Κολοκοτρώνης και είπε κάπως σιγά.

- Εγώ είμαι.

Το τι ακολούθησε δεν λέγεται. Ρίχτηκαν απάνω του, τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν σταυρωτά και στο μέτωπο. Η θεία η Λεωνιά κλαίγοντας, πολύ συγκινημένη είπε:

- Μα εσύ παιδί μου είσαι τρυφερός και όμορφος σαν λουλούδι. Σκούπισε λίγο τα δάκρυα τον κοίταξε περίεργα από πάνω μέχρι κάτω και είπε.

- Και όμως σε τρέμουν οι Γερμανοί και οι προδότες. Περηφανεύονται όμως οι άντρες μας και τα παλικάρια μας.

-'Οχι, θεία δεν τρέμουν εμένα, παρά αυτούς τους λεβέντες, και έδειξε με το χέρι προς το δάσος εκεί που ήταν πολλοί αντάρτες.

Κάποιος σύνδεσμος έφτασε και ανάφερε κανονικά στον καπετάν Ακρίτα που ήταν εκεί κοντά. Στο άκουσμα ότι εδώ είναι και ο καπετάν Ακρίτας και βλέποντας τον ρίχτηκαν με θερμές εκδηλώσεις, με δάκρυα χαράς, φιλιά και αγκαλιάσματα.

- Για κοίτα τους μωρές, λέει η Θεία Φρόσω, να μη βασκαθούν τι όμορφοι, τι λεβέντες είναι οι καπεταναίοι μας, χαρά στη μάνα που τους γέννησε.

Η κάθε μια εκφράζονταν ανάλογα με τον βαθμό εντύπωσης και θαυμασμού. Έφυγαν τότε μόνον, όταν πήραν την υπόσχεση, πως θα περνούσαμε από το χωριό τους.

Στις 6.30 όλος ο κόσμος του χωριού ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία του χωριού, όταν φθάσαμε εκεί δύο λόχοι, η υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ και η διοίκηση του συντάγματος. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή, πολύ επαναστατική.

Μίλησε ο Κολοκοτρώνης σύντομα, όμως πολύ φλογερά, επαναστατικά, έτσι που μπορούσε να μας ακολουθήσει όλο το χωριό αν το ζητούσαμε μέχρι το θάνατο. Με απαίτηση του λαού μίλησε και ο Ακρίτας.

Αρχισε κάπως έτσι:

- Συναγωνιστές και ουναγωνίστριες, αδέρφια του χωριού Ασπρου, σας φέρνουμε θερμό επαναστατικό χαιρετισμό από όλους τους αντάρτες του 16ου συντάγματος που διοικητής τους είναι ο συν. Κολοκοτρώνης (χειροκροτήματα, εκδηλώσεις ενθουσιασμού). Όχι μόνον σας φέρνουμε τους χαιρετισμούς μα και την υπόσχεση πως όλοι μας θα δώσουμε και την τελευταία σταγόνα του αίματος μας για την ακριβή λευτεριά της πατρίδας και του λαού μας. Εμείς όχι ότι δεν θέλαμε να μείνουμε στο χωριό σας, μα σκεφτήκαμε πως αύριο ή μεθαύριο όταν εμείς φύγουμε από τα μέρη σας, οι Γερμανοί, οι προδότες, μπορεί να σας κάνουν κακό, πράγμα που εμείς δεν το θέλουμε. Ξέρουμε πως ο λαός μας, μας αγαπά πολύ, παντού σε όλη την Ελλάδα και κάνει ό,τι μπορεί για να μας βοηθήσει, γι'αυτό και εμείς υποσχόμαστε, πως θα του φέρουμε την πολυπόθητη λευτεριά (Ζητωκραυγές για το 16ο σύνταγμα, για τον Κολοκοτρώνη, Ακρίτα, για το ΕΑΜ και ΚΚΕ).

Το λόγο πήρε ο κομματικός υπεύθυνος του χωριού Ν. Γανάνης.

- Στο όνομα του λαού του χωριού μας σας ευχαριστούμε πολύ έστω και που περάσατε από το χωριό μας. Αυτό είναι μεγάλη τιμή για μας. Όσον αφορά για τα μέτρα που μπορεί να πάρει ο εχθρός αύριο, δεν μας τρομάζουν καθόλου. Εμείς σας ευχόμαστε καλό δρόμο και γρήγορη λευτεριά.

Η υποδειγματική διμοιρία μας γρήγορα επηρεάστηκε από τον ενθουσιασμό των ανθρώπων του χωριού Ασπρο. Αρχίσαμε και εμείς να τραγουδάμε με όλη μας την ψυχή:

 

Επάνω στα ψηλά βουνά

αντάρτες επονίτες,

παλεύουν για την λευτεριά, Ελλάδα μας,

χτυπώντας τους φασίστες.

Ω! Ελλάδα μας γλυκιά, δημοκρατία λαϊκιά.

Χέρι με χέρι στην φωτιά

όλοι μας ενωμένοι,

κάτω ο φασισμός παιδιά, Ελλάδα μας

η νίκη μας προσμένει

 

Πιάσαμε τον χορό. Δεν μπορούσε αλλιώς να γίνει. Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός, τόσος ζεστός ήταν αυτό ο κόσμος, που τα ξεχνούσες όλα για μια στιγμή. Στο χορό πιάστηκαν και οι καπεταναίοι και πολύς κόσμος. Πιο πέρα η διλοχία μας τραγουδούσε έτσι που σαν να ήθελε να ακουστεί σ'όλο τον κόσμο.

 

Βροντάει ο Όλυμπος κι αστράφτει η Γκιόνα,

μουγκρίζουν τα Άγραφα, σείεται η στεριά.

Στα άρματα, στάρματα, εμπρός στον αγώνα,

για την χιλίάκριβη την λευτεριά.

 

Δεν έμεινε κανένας από την διλοχία και την διμοιρία μας που να μην πάρει ένα και δυο δώρα, που μας έδωσαν οι γριούλες, οι γυναίκες και τα κορίτσια του χωριού (μαντίλια, κάλτσες, πετσέτες, φανέλες, πουκάμισα, στρατιωτικές στολές - ποιος ξέρει από πότε ήταν φυλαγμένες - καπνό, τσιγάρα, τσακμάκια, ταμπακιέρες) εκτός από ψωμί και φαγητό. Εντολή ήταν να μην πάρουμε ούτε μια μπουκιά, γιατί είμασταν πολλοί αντάρτες, ξεπερνούσαμε τις δυνάμεις του χωριού.

Είπαμε τις τελευταίες κουβέντες, τους ευχαριστήσαμε όσο μπορούσαμε και φύγαμε, χαθήκαμε στο πυκνό πια σκοτάδι της νύχτας. Από το χωριό πέρασαν όλα τα τμήματα του συντάγματος σε φάλαγγα κατ' άνδρα. Την άλλη μέρα είχε διαδοθεί κι όλας, πως πάνω από τρεις χιλιάδες αντάρτες πέρασαν από το χωριό Άσπρο.

Ήταν πραγματικά πολύ θερμές οι εκδηλώσεις του λαού αυτού του μικρού χωριού που λέγετε Άσπρο, με τα καθαρά κάτασπρα σπίτια του. Στις δυο ώρες περίπου που καθίσαμε στο χωριό, ο κόσμος έδειξε απεριόριστη στοργή. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το θάρρος και τη μαζική αυτοθυσία που εκδήλωσαν, ενωμένοι μικροί και μεγάλοι. Όλοι τους ήταν σε θέση να δώσουν ακόμα και την ζωή τους μόνον και μόνον για να μας φιλοξενήσουν.

Έτσι περήφανος ήταν παντού και πάντα ο λαός μας και τάδινε όλα για όλα, εκδήλωνε με διάφορους τρόπους την ελληνική του αξιοπρέπεια του τίμιου ελεύθερου ανθρώπου που ποθεί λευτεριά στον τόπο του.

 

 


 

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα


Ο Τάκης Μπουρλίδης κατάγεται από μικρασιάτες γονείς (ο πατέρας από την Κων/πολη, η μητέρα από την Προύσα) που ήρθαν στη Μακεδονία μετά την μικρασιατική τραγωδία και πήραν ένα κλήρο στο χωριό Κοτσάνα (οημ. Περαία) νομού Πέλλας. Είχαν τέσσερα παιδιά. Το 1927 μετακόμισαν στη Νάουσα.
Ο Τάκης γεννήθηκε το 1925. Το 1937 τελείωσε το δημοτικό και έπιασε αμέσως δουλειά. Έχασε τον πατέρα του το 1938 και το 1939 τη μητέρα. Ο αδελφός του Θεολόγης τραυματίστηκε στον πόλεμο του 1940. Όλα αυτά τα χτυπήματα επηρέασαν βαθιά τον μικρό Τάκη. Βγήκε μικρός στη βιοπάλη και δούλεψε σε καφενεία και ταβέρνες.
Το 1941 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και το 1943 κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ στο 16ο Σύνταγμα, στο τάγμα του Κολοκοτρώνη, όπου πολέμησε για δυο χρόνια. Πήρε μέρος σε 54 μάχες κατά των Γερμανών και παουτζήδων στο Βέρμιο, Πιερία, Χάσια, Όλυμπο, Ήπειρο, Πάικο, Καϊμακτσαλάν, Χαλκιδική. Τραυματίσθηκε στο κεφάλι στη Μουργκάνα το 1944. Όλη αυτή η θητεία ήταν στην υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ στο τάγμα Κολοκοτρώνη.
Μετά τη Βάρκιζα δούλεψε στην «Κόκκινη Ταβέρνα» στην πλατεία Κομμένα. Παράλληλα δούλεψε οργανωτικά στην 3η συνοικία της ΕΠΟΝ Νάουσας. Τον Απρίλη του 1946 βγήκε στο βουνό και πήρε μέρος σε πλήθος συγκρούσεων για τριάμισι ολόκληρα χρόνια. Σε μια απ' αυτές τραυματίστηκε βαριά στο πόδι. Τραυματίστηκε πάλι το 1947 στο χωριό Λιβάδι Ολύμπου και το 1948 στο Γράμμο. Τραυματίσθηκε συνολικά πέντε φορές. Παρασημοφορήθηκε για ανδραγαθία και ονομάστηκε λοχαγός.
Με το τέλος του εμφυλίου πέραοε στη Σερβία και κατέληξε στη Ρουμανία στην πόλη Σινάια. Mετά την εγκατάσταση το στην πόλη Σινάια) ζει στη Ρουμανία πρώτα στο Βουκουρέστι και στη συνέχεια εγκαθίσταται σην Αλεξάνδρεια 80χιλμ. μακριά από την πρωτεύουσα. Το 1993 επιστρέφει πλέον μόνιμα στην πατρίδα του Νάουσα.Τους αγώνες και τα βιώματα ειδικά της πολυτάραχης περιόδου 1940-1949 τα διέσωσε στα συγγράμματά του:
α.''ΕΛΑΣ Το 16ο Σύνταγμα Βερμίου" β. "Τα λουλούδια περιμένουν περισσότερο φως" (η εμφύλια δοκιμασία 1945-1949)" γ. "Η Νάουσα και τα παλληκάρια του Βερμίου 1941-1944 " δ. "Από το Γράμμο στα Καρπάθια της Ρουμανίας". Όλα έχουν εκδοθεί στις εκδόσεις Κώδικας.




Ο σκιτσογράφος του βιβλίου, Ρουμάνος Μαριάν Κρατσιούν

Τον Κρατσιούν τον γνώρισα τυχαία στη Ρουμανία, όταν ήρθε στην επιχείρηση που δούλευα. Ήταν τότε 23 χρονών, μόλις απολύθηκε από το στρατό, ένα σεμνό και τίμιο παλικάρι με υπερβολική καλοσύνη.
Προέρχονταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια που ζούσε οε ένα ρουμάνικο χωριό. Είχε τελειώσει τη Μέση Σχολή Καλών Τεχνών και σαν επαγγελματίας έκανε καλλιτεχνική διαφήμιση της επιχείρησης, συνθήματα και αφίσες στις επίσημες γιορτές, καθώς και πετυχημένα πορτραίτα.
Στη δουλειά της επιχείρησης ήταν ο κοντινός και καθημερινός μου συνεργάτης.
Όταν έμαθε ότι ήμουν Έλληνας παρτιζάνος, ενδιαφέρθηκε για τον δικό μας αγώνα και ενθουσιάστηκε που εγώ έγραφα και βιβλίο. Του διάβασα μερικά κομμάτια.
Μια μέρα μου είπε ότι θέλει να κάνει το εξώφυλλο του βιβλίου. Άρχισε στενή συνεργασία μεταξύ μας, πότε στη δουλειά και πότε στο σπίτι, καθώς ήμασταν και γειτόνοι.
Παρά το χρόνο και τη δουλειά που χρειάστηκε για να γίνουν όλες αυτές οι ζωγραφιές, ο ακούραστος Μαριάν για να πετύχει μια εικόνα, χρειάστηκε να δοκιμάζει δυο και τρεις φορές, ακόμη και πέντε.
Με τον καιρό κάναμε πάντα μαζί, εγώ να διηγούμαι κι αυτός να ζωγραφίζει, 31 εικόνες του ΕΛΑΣ και 41 του ΔΣΕ, καθώς και 4 εξώφυλλα.
Αυτός είναι ο Μαριάν Κρατσιούν που τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.

Τάκης Μπουρλίδης

Πηγή: Τάκης Μπουρλίδης, ΕΛΑΣ- το 16ο Σύνταγμα Βερμίου, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2004
copyright: Τάκης Μπουρλίδης, Νάουσα (τηλ. 23320-27937)