Χρήστος Ν. Τσομάκος


«
Ποιος θα μου πει» - «Ποιος σας έμαθε αυτό το τραγούδι;»

εκλογή από τα βιβλία

επιμέλεια: Αρχέλαος Κουτσούρης

 

 


 

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙ...
(αρχείο βίντεο, απαγγέλει ο Χρήστος Τσομάκος)

Ποιος θα μου πει σε ποια κορφή φωλιάζουν τα γεράκια
να σκαρφαλώσω εκεί ψηλά,
να ξαναζήσω τα παλιά,
ελεύθερος, περήφανος, σαν αετός στα βράχια.


Λιγάκι να ονειρευτώ τα δοξασμένα νιάτα,
να περπατήσω στο βουνό,
λημέρια αξέχαστα να βρω,
και όπως τότε να διαβώ της νιότης μου τη στράτα.


Ποιος θα μου δείξει τη σπηλιά του Άρη Βελουχιώτη,
εκεί που πέρασε κρυφά
τα τελευταία του λεπτά
πριν βασιλέψει η ζωή του μέγα πατριώτη.


Να κόψω αγριολούλουδα τον τάφο να ραντίσω
του ήρωα της λευτεριάς,
του καπετάνιου του ΕΛΑΣ
και τ' όνομα του εκεί ψηλά στο βράχο να σκαλίσω.


Πού να 'βρω λόγια για να πω στη μάνα που έχει χάσει
το γιο της το μοναδικό
στις μάχες για το λυτρωμό
του σκλαβωμένου μας λαού και πώς να τον ξεχάσει.


Να 'μουν γεράκι, αετός, τα μέρη να πατήσω,
εκεί που μ' έστειλε ο λαός,
εκεί που φούντωσε ο θυμός,
σ' αυτούς που πάν' ηρωικά, λουλούδια να σκορπίσω.

 

 

ΤΑΓΚΟ ΑΡΓΕΝΤΙΝΟ

Ήταν η τελευταία εποχή πριν το χειμώνα,
τα δάση πάλι φόρεσαν την κίτρινη στολή.
Τα πρωτοβρόχια άρχισαν και φέτος απ' τη Γκιόνα,
καπνό - μπαρούτι, μύριζε το σούρουπο η βροχή.

Κι αφού σταμάτησαν οι "κεραυνοί" ψηλά,
πάνω απ' τα μετέωρα και κρύα μας αμπριά,
άρχισε πάλι να ταράζει τη σιωπή
μια μελωδία, που δεν κράτησε πολύ.

Ένα ταγκό χάιδευε το σκοτάδι,
θαρρώ το λέγανε Αργεντινό,
σάμπως να μας νανούριζε το παλικάρι,
μινόρε μύριζε τ' οργωμένο βουνό.

Λιγάκι ακόμα στην αντάρτικη φωλιά
αναίμακτα θα τέλειωνε η αφέγγαρη βραδιά,
αν μια οβίδα που σωριάστηκε μπροστά
δεν έβαφε τα πλήκτρα με κόκκινη "μπογιά".

Εκείνη η αξέχαστη χλωμή βραδιά
δεν ήταν μύθος-όνειρο, δεν ήταν ζωγραφιά.
Ήταν αγώνας μιας γενιάς για λυτρωμό,
θρύλος που τον συνόδευε ταγκό Αργεντινό.

 


ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ


Μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία,
πενήντα χρόνια σαν κειμήλιο κρατώ,
και πάντα ψάχνω, ζω με την ελπίδα,
αυτόν τον σύντροφο τον άγνωστο να βρω.


Την έχω πάρει απ' τον κόρφο,
του συντρόφου μου λοχαγού,
αφού τον θέρισε πάνω στο λόφο
ένα ατσάλι από βόμβα του εχθρού.


Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας,
λουσμένες με το αίμα της καρδιάς,
λίγες λεξούλες, λέξεις μίας ελπίδας
πως θα ερχόταν η ώρα εκείνη της χαράς.


Στον αδερφό μου Σπύρο τρία λόγια
και από κάτω μια μικρή υπογραφή,
χίλια εννιακόσα σαράντα... χρόνια,
χρόνια που έχανε η μάνα το παιδί.


Μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία,
που σαν κειμήλιο ακόμα την κρατώ,
ως πότε ζω, θα ζει και η ελπίδα,
τον αδερφό του λοχαγού μου για να βρω.


ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ

Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή κρατάνε
τέσσερις φίλοι ασπρομάλληδες, σκυφτοί,
με πίκρα στη στερνή του κατοικία τον πάνε,
στην ελαφριά και τη φιλόξενη τούτη τη γη.

Δεν πρόλαβε κι αυτός, όπως και άλλοι,
την ποθητή μας γη, την όμορφη να ξαναδεί,
να αγναντέψει το ταμπούρι 'κεί στη ράχη τη μεγάλη,
που όταν νέος μάχονταν στην Κατοχή.

Δεν πρόλαβε στους γιους του να αφήσει
την τελευταία του ευχή στο μέλλον, στη ζωή,
και να χαϊδέψει τα εγγόνια του που δεν τα 'χε γνωρίσει,
την κόρη να παντρέψει τη μοναδική.

Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή βαστάνε
τέσσερις γέροντες, συνομήλικοι, βουβοί,
τέσσερις σύντροφοι νεκρό τον πέμπτο πάνε,
το δοξασμένο φίλο, συμπολεμιστή...

 

ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ


Έχω μια Πατρίδα γνωστή σ' όλη τη γη,
με πλούσια ιστορία αρχαία ελληνική,
που όλοι τη θαυμάζουν, την έχουν σαν πηγή,
στα γράμματα, την τέχνη, Πατρίδα μου χρυσή.


Όπου κι αν ταξιδέψω, μα όπου κι αν βρεθώ,
αγάλματα αρχαίων Ελλήνων θέ να βρω,
που στέκονται σα φάροι - πλούτος χιλιετής,
αιώνιο καμάρι, της άγιας μας της γης.


Έχω μια Πατρίδα με θάλασσες ζεστές,
νησάκια, χωριουδάκια, πέτρινες εκκλησιές,
τσομπάνους, προβατάκια, κοπέλες λυγερές,
βροντές και καταιγίδες, λούλουδων ευωδιές.


Αυτή μου την Πατρίδα την έχω στην καρδιά,
όπου και αν ταξιδέψω, μου κάνει συντροφιά.
Στον ύπνο μου τη βλέπω, την αγαπώ τρελά,
και δεν θα την αλλάξω με χίλια δυο φλωριά.


Έχω μια Πατρίδα άσπρη και γαλανή.
Για μερικούς είν' πλούσια, και για πολλούς φτωχή.

*

 

O Χρήστος Τσομάκος απαγγέλει
Θεσσαλονίκη 12.10.2007
αρχεία ήχου

Νανούρισμα
Το Λουστράκι
Μου το ΄πε μια τσιγγάνα
Η τριαντάχρονη ξενητειά
Το μοιραίο φιλί
Καράβια αράζουν

*

 

«Ποιος σας έμαθε αυτό το τραγούδι;»

 

...Tα χαράματα φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό Εδέσσης και πήραμε τον κατήφορο για την πόλη. Θυμάμαι την μυρωδιά του ψωμιού που έβγαζαν οι φούρναροι και γέμιζε τον αέρα, όχι και το άδειο στομάχι μας. Ο σύντροφος του πατέρα μου ήξερε πού να μας πάει, στην γιαγιά μας, την μάνα της μητέρας μας, την ταλαιπωρημένη αυτή χήρα που οι τούρκοι έσφαξαν τον άντρα της το 1922 και με τρία ορφανά (η μητέρα μου ήταν η μεγαλύτερη, όταν ήρθαν στην Ελλάδα, 11 χρονών) την κυρα Βαγγελία Σπαθάρη. Πολλά χρόνια μετά δουλεύοντας στου Τσιτση το εργοστάσιο έμασε λεφτά και πήγε στην Ιερουσαλήμ, βαφτίστηκε και έγινε Χατζη-Βαγγελία. Ζούσε με τα δυο της παιδιά, τον Λάζαρο και την Φωτίκα, στην οδό Αγίου Δημητρίου απέναντι από την εκκλησία Άγιο Δημήτριο.

Το δωμάτιο που νοίκιαζε ήταν 4/4, τρεις αυτοί και τέσσερις εμείς, μαύρα χάλια. Στο χωριό είμασταν νηστικοί, στην Έδεσσα πεινασμένοι. Να κλέβω δεν μ' έμαθε κανένας, αν και έπρεπε να μάθω αυτήν την τέχνη. Έτσι έπαιρνα το πρωί αράδα τα δρομάκια, αράδα τα στενά μπας και βρω καμιά δουλειά να βγάζω το ψωμί μου, τίποτα άλλο δεν ήθελα. Μια μέρα είδα ένα πιτσιρικά σαν εμένα να πουλάει εφημερίδες τρέχοντας. Τον παρακολούθησα από πού τις παίρνει και μπήκα στο μαγαζί να του ζητήσω να μου δώσει να πουλήσω. Αυτός δεν με εμπιστεύτηκε και μου είπε να έρθω αύριο με τον θείο μου. Την επομένη το πρωί ο Χρηστάκος φώναζε δυνατά «Μακεδονία, Φως, Ελληνικός Βορράς», η χαρά μου απερίγραπτη, τα λίγα φράγκα δεν έφταναν ούτε για μπογάτσες για να πάρω και έψαχνα και άλλη δουλειά

Στο σταθμό των λεωφορείων από διάφορες πόλεις κάτι τυχερά υπήρχαν κάπου κάπου. Μια μέρα εκεί που σύχναζα στα στενά της πόλης ένα από αυτά με έβγαλε στο δεύτερο δημοτικό σγολείο δίπλα στο τζαμί, την ώρα που τα παιδιά έπαιρναν το κακάο και από μια γαλέτα συνταγμένα κατά τάξη με τους δασκάλους τους. Όταν πήρε και ο τελευταίος μαθητής, εγώ πλησίασα τον μάγειρα και του ζήτησα να μου δώσει, αυτός με ρώτησε σε ποιο σχολείο πηγαίνω, του είπα δεν πηγαίνω σχολειό, είμαι από χωριό και μ' έδωσε μια γαλέτα, το κακάο το λυπήθηκε ο χοντρός ο μάγειρας, αλλά μου έδωσε μια συμβουλή (καλύτερα να μην την έδινε), αύριο το πρωί να έρθω και να γραφτώ στο σχολειό για να μάθω γράμματα να παίρνω και κακάο. Ο Χρηστάκος τέτοιες ευκαιρίες δεν τις χάνει, πρωί πρωί ήμουν εκεί. Μπαίνοντας στο διάδρομο μια κυρία με ρώτησε τι θέλω και με κοίταξε απ' τα πόδια ως την κορφή, και να μην της απαντούσα ότι είμαι από χωριό, αυτή το είδε. Της είπα «να γραφτώ στο σχολειό θέλω», με οδήγησε στο γραφείο τέρμα του διαδρόμου και με έβαλε κάμποσες ερωτήσεις, χωρίς να με ρωτήσει αν πήγα σχολείο, μόνο με την ερώτηση πόσων χρονώ είμαι με οδήγησε στην 4η τάξη.

Μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα, τα παιδιά σηκώθηκαν πάνω, η κυρία αυτή εκτός από δασκάλα τους ήταν και η διευθύντρια του 2ου δημοτικού σχολείου Εδέσσης, ήταν η κ. Μαρία, το επίθετο της δεν πρόλαβα να το μάθω. Την επόμενη μέρα το πρωί πήρα ένα μαστραπά (κύπελλο) από την γιαγιά μου και τράβηξα για το σχολείο, για την ώρα όλα πάνε καλά.

Πέρασαν κάμποσες μέρες, όχι εβδομάδες, η κ. Μαρία διδάσκει γραμματική, μαθηματικά, ιστορία, θρησκευτικά, μα εγώ απ' το τελευταίο θρανίο τίποτα δεν καταλαβαίνω, εκτός απ' το κακάο και τη γαλέτα το πρωί.

Μια μέρα η κ. Μαρία με σήκωσε στον πίνακα, αναρωτιόμουνα τι θέλει αυτή από μένα. Η διαταγή που μου έδωσε ήταν να επιβλέψω την πειθαρχία για μία ώρα ωδικής και έκατσα στην θέση της, η κ. Μαρία άνοιξε την πόρτα και πήγε στο γραφείο του διευθυντή.

Οι μαθητές της 4 τάξης του 2ου δημοτικού σχολείου Εδέσσης αποτελούνταν επί το πλείστον από πλουσιόπαιδα. Στο πρώτο θρανίο κάθονταν ο μαθητής Ντίνος με κουστούμι σπορ και με παπούτσια μαύρα και καινούρια, και όπως θυμάμαι καλά, φορούσε γιαλιά.

Αφού τραγούδησαν τα τραγούδια που τους μάθαιναν απ' το 1821, για το Χριστό, την Παναγιά και τα είχαν βαρεθεί πια, με ρώτησαν αν ξέρω κανένα άλλο τραγούδι. Εγώ με μεγάλη μου ευχαρίστηση τους είπα ναι, και τότες μου είπαν να το γράψω στον πίνακα, όμως με τι γράμματα αφού δεν ξέρω ούτε το άλφα; Ο Ντίνος πήρε την κιμωλία και εγώ έλεγα τα λόγια:

Βροντάει ο Όλυμπος κι αστράφτει η Γκιόνα, μουγκρίζουν τ' Άγραφα, σειέται η στεριά,
στ' άρματα στ' άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.


Αυτά ήξερα, αυτά τους είπα. Όταν το τραγούδησα δυο φορές, η 4η τάξη το άρπαξε και το σχολείο βρόντηξε απ' το αντάρτικο τραγούδι.

Η κ. Μαρία η διευθύντρια του 2ου δημοτικού σχολείου Εδέσσης ακούγοντας τις φωνές αυτές έτρεξε στην τάξη της για να δει, ο μαέστρος Χρηστάκος όπως πάντα στο πόστο του, τέτοια ευκαιρία δεν τη χάνει.

Εγώ δεν κουνήθηκα από την θέση μου, η ερώτηση που έκανε στην τάξη η κ. Μαρία ήταν: «Ποιος σας έμαθε αυτό το τραγούδι;» «Ο Χρήστος» ήταν η απάντηση, και τότες με άρπαξε απ' το αυτί με το δεξί της χέρι και με το άλλο με έδωσε ένα χαστούκι, άνοιξε την πόρτα της τάξης και με πέταξε στο διάδρομο.

Την άλλη μέρα με το κονσερβοκούτι μου αντί καραβάνα πήγα στο σχολείο για να πάρω κακάο και γαλέτα, όμως το όνομα μου ήταν σβησμένο απ' τον κατάλογο. Ένα απολυτήριο πήρα με τον πόλεμο του 40, ένα με την κατοχή, το τρίτο στην Αρδαία με τον ερχομό του γαλαζοαίματου που παράτησε την Ελλάδα για να σώσει το τομάρι του, τότες με τους τραμπούκους και αρχές του εμφυλίου πολέμου και το τέταρτο και τελευταίο αυτό της κ. Μαρίας. Και τώρα πήρα την απόφαση να βρω καμιά δουλειά.

Μια μέρα εκεί που γύριζα στην πλατεία κοντοστάθηκα για λίγο δίπλα στους λουστρατζήδες και έβλεπα που έβαφαν τα παπούτσια, «θα γίνω λούστρος» είπα και το έκανα. Έξω από τα μαραγγάδικα πετούσαν πριονίδια και κάθε μέρα η γιαγιά μ' έστελνε να φέρνω πριονίδια για τη φουφού και μαζί μ αυτά έβρισκα και σανιδάκια για να φτιάξω το κασελάκι μου, δηλαδή την επιχείρηση μου. Μπογιά να το βάψω δεν είχα, στα βαρέλια με τα σκουπίδια που πετούσαν οι μαραγκοί βρήκα ένα άδειο κουτί από κίτρινη μπογιά, αυτήν βρήκα και μ' αυτήν το έβαψα...


Σύντομο βιογραφικό σημείωμα

Ο Χρήστος Τσομάκος γεννήθηκε το 1934 στο χωριό Φούστανη Αλμωπίας. Η πολυμελής οικογένεια του ήταν μια φτωχή αγροτική οικογένεια με γονείς πρόσφυγες από την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας του Νικόλαος Τσομάκος, μέλος του ΚΚΕ από το 1930, κυνηγήθηκε άγρια από τη μεταξική δικτατορία και φυλακίστηκε πολλές φορές. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά τη Βάρκιζα διώχτηκε και κατέφυγε στο Μπούλκες. Μετά τον εμφύλιο έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας και πέθανε στην Τασκένδη. Η μητέρα του Γαρυφαλιά, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, κατα-διώχθηκε και φυλακίστηκε από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς, έζησε κι αυτή ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη και πέθανε μετά τον επαναπατρισμό της στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τον Χρήστο, άλλα δυο αδέλφια του ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό, ενώ η αδελφή του σκοτώθηκε το 1948 στο Μπίκοβικ (περιοχή Καστοριάς).
Τρεις φορές δοκίμασε ο μικρός Χρήστος να πάει στο Σχολείο, αλλά δεν μπόρεσε. Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Κατοχή, μεταβαρκιζιανό καθεστώς. Στα έντεκα χρόνια του έκανε το λούστρο στην Έδεσσα για να βγάλει το ψωμί του. Επειδή ο πατέρας του ήταν μαχητής του ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί έκαψαν το σπίτι τους και από τότε η οικογένεια ήταν στους δρόμους.
Ο Χρήστος μόλις δεκατεσσάρων χρονών, με δική του επιμονή, κατατάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. Το όπλο του, επειδή ήταν και μικρόσωμος, του έφτανε ως τον αστράγαλο. Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις του Δημ. Στρατού και με το τέλος του εμφυλίου βρέθηκε κι αυτός στην Τασκένδη πολιτικός πρόσφυγας.
Εκεί του δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να εκπληρώσει τη μεγάλη λαχτάρα του για μόρφωση. Έμαθε γρήγορα τη ρωσική γλώσσα, τελείωσε τη Σχολή Αξιωματικών του Σοβιετικού Στρατού και ταυτόχρονα το δεκατάξιο Γυμνάσιο. Στη συνέχεια τελείωσε το Κρατικό Ωδείο Τασκένδης και διορίστηκε διευθυντής Μουσικής Σχολής στην πόλη Σαμαρκάνδη για τέσσερα χρόνια. Επέστρεψε στην Τασκένδη και φοίτησε στο Ινστιτούτο Πολιτισμού από όπου απέκτησε τον επιστημονικό τίτλο του Magistr Καλλιτεχνικών Επιστημών. Το 1970 οργάνωσε στην Τασκένδη Ωδείο και το διηύθυνε ως το 1985. Πρόσφερε ακόμη υπηρεσίες στην ελληνική παροικία της Τασκένδης οργανώνοντας χορωδίες, ορχήστρα, φεστιβάλ μουσικά και καλλιτεχνικά. Για την προσφορά του αυτή τιμήθηκε από την Κυβέρνηση της ΕΣΣΔ με δύο μετάλλια. Ποιήματα δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα των προσφύγων, αλλά και στον τύπο της Βουλγαρίας, Πολωνίας, στην κυπριακή εφημερίδα του Λονδίνου "Κυπριακή Δημοκρατία", στην Αυστραλία και στην Αθήνα (Σύγχρονη Εποχή).
Μετά τον επαναπατρισμό του στη Θεσσαλονίκη οργάνωσε το Δημοτικό Ωδείο Αμπελοκήπων και μια σειρά από πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το πτυχίο του αναγνωρίστηκε από το ΔΙΚΑΤΣΑ ως ισότιμο με τα πτυχία των Σχολών Μουσικής των Ελληνικών Πανεπιστημίων.

 

Μικρός Πρόλογος του επιμελητή της έκδοσης


Τον Χρήστο Τσομάκο τον γνώρισα τυχαία, όταν μου ζήτησε να φροντίσω την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Από τις κουβέντες που κάναμε έπεφτα από την έκπληξη στο θαυμασμό γι' αυτόν τον άνθρωπο που η ζωή του είναι ένα απίστευτο μυθιστόρημα. Περνώντας μέσα από ατέλειωτες ταλαιπωρίες, διακινδυνεύοντας τη ζωή του άπειρες φορές, μαχητής πρωτοπόρος σε άγριες μάχες σε μια ηλικία που τα άλλα παιδάκια είναι στο σχολείο μέσα στη θαλπωρή και τη φροντίδα των δικών τους, βρέθηκε πολιτικός εξόριστος στην Τασκένδη. Ήταν τόσο μικρός, που ενώ οι άλλοι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που ήταν σε ώρα γάμου παντρεύτηκαν Ελληνίδες, όταν έφτασε η ώρα του για παντρειά, οι Ελληνίδες είχαν ... τελειώσει.
Αυτός ο πολύπλευρος και δυναμικός άνθρωπος, το λουοτράκι της Έδεσσας που έβλεπε με λαχτάρα το σχολείο απ' έξω, μια που οι συνθήκες της ζωής του δεν του επέτρεψαν ποτέ την είσοδο σ' αυτό, μόλις βρέθηκε σε κατάλληλο περιβάλλον, καταβρόχθισε κυριολεκτικά τη γνώση και έδειξε τη σπάνια ικανότητα του για μάθηση.
Η οδύσσεια της ζωής του δεν τον έκανε μνησίκακο και φθονερό, αλλά αντίθετα έμεινε πάντα πρόθυμος να προσφέρει στο κοινό καλό. Η αισιοδοξία και το κέφι δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ.
Είμαι πολύ ευχαριστημένος που κατάφερα να τον πείσω να ξεπεράσει τους δισταγμούς του και να δοκιμάσει να καταγράψει την περιπέτεια της ζωής του. Έτσι γεννήθηκε αυτό το βιβλίο που μοσχοβολάει το άρωμα της γνησιότητας, γιατί ο Χρηστάκος, ανεπηρέαστος από διαβάσματα και απονήρευτος από τα τεχνάσματα της "λογοτεχνίας" γράφει με ανεπιτήδευτο τρόπο όσα σκέφτεται, χωρίς φτιασιδώματα, με μια απλότητα γοητευτική. Εξιστορεί τα πάθη του, τις ταπεινώσεις, την αγωνία της καθημερινής επιβίωσης και το μεγαλείο ενός αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά, που τον έζησε όχι ως θεατής, αλλά συμμετέχοντας στις πιο κρίσιμες και επικίνδυνες στιγμές του. Παιδάκι αυτός δεκατριάχρονο, πολέμησε με θαυμαστή γενναιότητα, πέρασε σιμά απ' το θάνατο, είδε φίλους του να χάνονται στα αντάρα της μάχης, έζησε στιγμές απίστευτης αυταπάρνησης. Με λίγα λόγια γέμισε η ψυχή του από βιώματα μοναδικά για την ηλικία του. Κι αυτά τα βιώματα καταθέτει στο γραπτό του αυτό. Είναι οι κραυγές και οι ψίθυροι της αγωνίας του για την τύχη αυτού του τόπου και ταυτόχρονα είναι ένα μνημόσυνο για όσους χάθηκαν παλεύοντας να κρατήσουν την πατρίδα ελεύθερη και δυνατή. Και κάτι ακόμα: είναι η φωνή της νοσταλγίας από όσους μέσα στη λαίλαπα τοιι κ αγώνα βρέθηκαν για χρόνια εξόριστοι μακριά από την πατρίδα. Ο Χρήστος Τσομάκος τα καταθέτει με ταπεινοσύνη και ζητάει την κατανόηση και την επιείκεια των αναγνωστών του. Μπορεί το γράψιμο του να φαντάζει απλοϊκό, αλλά είναι μια γνήσια και αυθόρμητη φωνή που συνταράζεται από την αγάπη γι' αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του.


Αρχέλαος Κουτσούρης
Φιλόλογος


Πηγή: Χρήστος Τσομάκος, "Άνθρωποι και Τύραννοι" Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2004
coryright: Χρήστος Τσομάκος, Σταυρούπολη, 2310-651154
Επιμέλεια έκδοσης: Αρχέλαος Κουτσούρης, φιλόλογος