Η συμμετοχή του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της διημερίδας "Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ" Αντώνης Βλέτσης
Αγαπητές συναδέλφισσες, αγαπητοί συνάδελφοι.
Θα ήθελα να ξεκινήσω μ' ένα ευχαριστήριο λόγο προς το σύμβουλο μας Χρίστο Κυριαζόπουλο για την ιδιαίτερη τιμή να με προσκαλέσει να ομιλήσω για μια εποχή που ενώ απέχει από εμάς πάνω από χίλια(1000) χρόνια, όμως μας προσφέρεται η δυνατότητα αναπτύξουμε βιωματική σχέση (σωματική - πνευματική) μέσω της τέχνης, που αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή. Με τον όρο ψαλτική τέχνη, θεωρούμε την τέχνη που καλλιεργείται στην ορθόδοξη ανατολική χριστιανική εκκλησία και προσφέρει τη δυνατότητα στους πιστούς να δοξολογήσουν το Θείο. Ετυμολογικά η λέξη ψαλτική από το ψάλτης<ψάλλω<ψάω = ψαύω δια του δακτύλου, ψηλαφώ, άπτομαι, και βρίσκεται με τρεις διαφορετικές σημασίες στη Γραφή και τα πατερικά συγγράμματα: α)σημαίνει ήχον οργάνων β)ωδήν ή φωνητική μελωδία συνημμένη μετά του ήχου των οργάνων γ)ωδήν δίχως συνήχηση οργάνου. «Η ψαλτική τέχνη είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και λεπτομερούς εξέτασης, χωρίς το φόβο της αλλοίωσης του χαρακτήρα της, για την πληρέστερη κατανόηση της έκφρασης και κυρίως της αισθητικής συγκίνησης και κατάνυξης που απορρέει από αυτή» (Γρ.Στάθης). Η τέχνη αυτή συνθέτει, συναρμόζει τον ποιητικο-υμνολογικό λόγο (λόγος) με την μουσική επιτήδευση του ποιητικού λόγου με εκκλησιαστικό χαρακτήρα (μέλος). Ο όρος ψαλτική τέχνη νοείται σήμερα κυρίως ως Βυζαντινή Μουσική, μα θα τολμούσα να πω αρκετά αδόκιμα, καθώς με τον ίδιο όρο θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε οποιαδήποτε μουσική αναπτύχθηκε στην μακρόχρονη Βυζαντινή εποχή. Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη των χαρακτηριστικών αυτής της τέχνης θα μου επιτρέψετε να παραθέσω ορισμένα στοιχεία που αναφέρονται τόσο στον ίδιο τον όρο Βυζάντιο, όσο και στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ζυμωθεί αυτή η ψαλτική τέχνη. Ονομάζεται συνήθως «Βυζάντιο» το χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής πού με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη αναδύθηκε κατά τον 4ο αι. μέσα από τους κόλπους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα ονόματα «Βυζάντιο», «βυζαντινός», με την έννοια πού τους δίνουμε σήμερα, είναι γέννημα της ιστοριογραφίας των νεότερων χρόνων. Την οριστική και θριαμβική σε επιτυχία ιστορική πλαστογράφηση πέτυχε ή Δύση μόλις στον 16ο αιώνα (όταν πια ή Νέα Ρώμη είχε υποκύψει στην οθωμανική κυριαρχία) με την εισαγωγή του ορού Βυζάντιο: Πρώτος ό Ιερώνυμος Βολφ (1516-1580), μαθητής του Μελάγχθονος, χρησιμοποιεί αυτόν τον νεολογισμό για να διαστείλει την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης από την ιστορική συνέχιση της ρωμαϊκό τητας πού διεκδικούσε κατ' αποκλειστικότητα ή μεσαιωνική Δύση. Ό νεολογισμός διαδίδεται ταχύτατα και επιβάλλεται καθολικά με τέτοια γενίκευση της χρήσης του, ώστε από τον 18ο αιώνα, ως σήμερα να είναι πια αδύνατη ή συνεννόηση στο ιστορικό πεδίο αν αρνηθεί κανείς τους όρους Βυζάντιο - βυζαντινός. Αν έλεγε κανείς σε έναν πολίτη της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινου πόλεως ότι είναι «Βυζαντινός», ότι ανήκει στη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» και έχει «βυζαντινό πολιτισμό», είναι μάλ λον σίγουρο ότι δεν θα καταλάβαινε τι του λένε. Θα ήταν το ίδιο, mutatis mutandis , (αναφέρει ο Χρ. Γιανναράς) ωσάν να αποκαλούσαμε τον κάθε πολί τη του σύγχρονου ελλαδικού κράτους «Πλακιώτη» ή «Ψυρ ριώτη» επειδή ή νεοελληνική πρωτεύουσα χτίστηκε με πολεοδομικούς πυρήνες τις συνοικίες τής Πλάκας και του Ψυρρή! Το Βυζάντιο ήταν πόλη στις όχθες του Βοσπόρου, αποι κία των Μεγαρέων από το 657 π.Χ., πού πήρε το όνομα από τον ιδρυτή της Βύζαντα. Καταστράφηκε από τον Ξέρξη κατά την εκστρατεία του εναντίον των Ελλήνων, όμως ανοικοδο μήθηκε και οχυρώθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους. Με πολεοδομικό πυρήνα το ρωμαϊκό Βυζάντιο, ό Μέγας Κων σταντίνος έχτισε στο στρατηγικό αυτό σημείο, το 324 μ.Χ., τη Νον a Roma καινούργια πρωτεύουσα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταφέροντας εκεί από την Πρεσβυτέρα Ρώμη την έδρα των θεσμών και των οργάνων άσκησης τής αυτοκρατορικής εξουσίας. Προς τιμήν του ό λαός αποκάλεσε τη Νέα Ρώμη «Κωνσταντινούπολη».}(Χρ.Γιανναράς).Σήμερα το τουρκικό κράτος, ειρωνεία της ιστορίας, ή διάσωσή της αλήθειας; ονομάζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κων/λης Rum patrichanesi και ο Πατριάρχης φέρει επίσημα τον τίτλο Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. {…Το πολυεθνικό κράτος του Βυζαντίου, απλωμένο ως τουλάχιστον τον 7ο αιώνα σε χώρες τριών ηπείρων, της Ευρώπης,, της Ασίας και της Αφρικής(εξηγεί η Ε. Γλυκατζή Αρβελέρ) δέχθηκε στους κόλπους του ισότιμα επιδράσεις διαφορετικών κόσμων και συγχώνευσε πολιτιστικές παραδόσεις πολύτροπες, πολυσήμαντες και αντίρροπες. Ή βυζαντινή ισορροπία είναι ό συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων με τη χριστιανική πίστη και την ελληνορωμαϊκή νοοτροπία. Ό συνδυασμός αυτός αποτέλεσε τις βάσεις του νέου πνεύματος πού χαρακτηρίζει τον πολιτισμό τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σε τελευταία ανάλυση δηλαδή, το Βυζάντιο δεν ταυτίζεται με τη «Ρωμιοσύνη», άλλα με τον χριστιανικό Ελληνισμό τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οικουμενική δηλαδή πολιτιστική δύναμη πού χάρισε την οργάνωση και τον συγκροτημένο τρόπο ζωής σε χώρες και λαούς, τους οποίους ή κλασική ελληνική αρχαιότητα άφησε έξω από τον πολιτισμένο κόσμο και πού ή Ρώμη κατέκτησε χωρίς να αφομοιώσει…Είναι ανάγκη να δηλωθεί απ' αρχής, ότι ή βυζαντινή ελληνικότητα δεν εξαντλεί τον εθνικό χαρακτήρα τής αυτοκρατορίας, και μάλιστα στο σύνολό της και ότι ή γεωγραφία τού βυζαντινού Ελληνισμού δεν συμπίπτει ούτε με τα πλατιά σύνορα της αυτοκρατορίας, ούτε με τα στενά όρια της σύγχρονης Ελλάδος. Και αυτό, αν και μένει αναμφισβήτητο ότι ή βυζαντινή ιστορία στο σύνολο της αποτελεί τη ρίζα, την αφετηρία τού σύγχρονου Ελληνισμού. Είναι όμως εξ ίσου βέβαιο ότι ή ιστορία τής ιταλικής χερσονήσου, των βαλκανικών πληθυσμών και των σλαβικών λαών τής βορειοανατολικής Ευρώπης, όπως επίσης ή θεώρηση τού κόσμου τής Εγγύς Ανατολής, και ειδικότερα τής Μικράς Ασίας και τού αρμενικού έθνους, δεν μπορούν να εννοηθούν χωρίς την αναδρομή στην ιστορική πραγματικότητα του Βυζαντίου. Με τον ίδιο τρόπο μένει ανίστορη και ακατανόητη ή μελέτη τού Ορθοδόξου ανατολικού χριστιανικού κόσμου στο σύνολο του, αν δεν στηρίζεται στη βαθιά γνώση τής πνευματικής και θρησκευτικής ζωής τού Βυζαντίου. Δείγματα τής καθολικότητας τής βυζαντινής ιστορίας μας οδηγούν στη διαπίστωση άτι το Βυζάντιο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα τής ιστορικής εμπειρίας των λαών τής Ευρώπης και τής Πρόσω Ασίας, αλλά και τής χριστιανοσύνης στο σύνολο της. Συναπάντημα λαών και εθνών, σταυροδρόμι δοξασιών και διάφορων τρόπων ζωής, κράμα γενών και πολιτισμών, το Βυζάντιο εμφανίζεται τελικά στα μάτια του ερευνητή ένα και ενιαίο. Και αυτό, χάρη στη συνεκτική δύναμη τής κοινής πίστεως και γλώσσας· χάρη δηλαδή στην ορθοδοξία και στην έλληνοφωνία. Πραγματικά, το «ομόδοξο» και το «ομόγλωσσο», δημιούργησαν τις βάσεις για τη γένεση του «ομότροπου», τού κοινού δηλαδή τρόπου πολιτείας και ζωής πού δηλώνει τη γέννηση του βυζαντινού ανθρώπου. Οι τρεις αυτές απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενιαίας ανθρώπινης κοινότητας, πού μένει φορέας ιδιαίτερης πολιτιστικής μορφής, αναπτύχθηκαν στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μικρά Ασία κατά την εποχή του χιλιόχρονου Βυζαντίου. Ή ταυτόχρονη παρουσία τους, σαν φυσική σχεδόν κληρονομιά που άφησε το Βυζάντιο στον σύγχρονο ελληνικό χώρο, θεωρείται εύλογα ως το ιστορικό υπόβαθρο της σύγχρονης ελληνικής κοινότητας, ως προϋπόθεση για τη γέννηση του νεότερου Ελληνισμού .}(Ε.Αρβελέρ)
Έτσι μέσα σ' αυτά τα πλαίσια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο της χριστιανικής Εκκλησίας θα αναπτυχθεί η ψαλτική τέχνη . Η μουσική ως δώρον θεόσδοτον, εισάγεται στους ευκτήριους οίκους των χριστιανών από τις πρώτες στιγμές της ίδρυσης της Εκκλησίας . Ο Απ. Παύλος προτρέπει τους πιστούς ίνα «πληρώνται εν πνεύματι, εν πάση σοφία, διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδές πνευματικαις εν χάριτι άδοντες τω Κυρίω. Αργότερα ο Μ. Βασίλειος απαριθμεί τις ωφέλειες της μουσικής ως εξής : «ψαλμός γαλήνη ψυχής, βραβευτής ειρήνης το θορυβούν και κυμαίνον των λογισμών καταστέλλων. Μαλάσσει μεν γαρ της ψυχής το θυμούμενον, το δε ακόλαστον σωφρονίζει..Όθεν και μάλλον εντυπούται ταις ψυχαις τα διδάγματα…Τα δε των ψαλμών λόγια και κατ' οίκον μελωδούσι και επί της αγοράς περιφέρουσι…κτλ».
Στη μουσική, λοιπόν, αυτή που συνδέθηκε με τη λατρεία της χριστιανικής Εκκλησίας από τα χρόνια των Αποστόλων, μπορούμε να διακρίνουμε έξι περιόδους κατά τη διαδοχική ανάπτυξη και πορεία της. Πρώτη περίοδος Από τους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας μέχρι το Μέγα Κωνσταντίνο. Δεύτερη περίοδος Από τον Μέγα Κωνσταντίνο μέχρι την εποχή του 12 ου αι. που τελειώνει με την ολοκλήρωση του υμνογραφικού έργου για όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Τρίτη περίοδος Από το 12 ο αι. μέχρι την Άλωση. Τέταρτη περίοδος Από την Άλωση μέχρι τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο(1777) Πέμπτη περίοδος Από τον Πέτρο Πελοποννήσιο μέχρι τους τρεις διδασκάλους(Χρύσανθο, αρχιεπίσκοπο Διρραχίου, Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, και Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα 1810-1820) Έκτη περίοδος Από τους τρεις διδασκάλους μέχρι τις μέρες μας. Στα πλαίσια του αναπτυσσόμενου θέματος θα περιοριστούμε στη δεύτερη και τρίτη περίοδο, δηλαδή την περίοδο Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της λεγόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με το τέλος των διωγμών κατά των Χριστιανών (312 μ.Χ.) και την ελεύθερη άσκηση της λατρείας των πιστών άρχισε να αναπτύσσεται στην Εκκλησία παράλληλα και η μουσική της. Από τις αρχές του β΄αιώνα. ίσως, τους ψαλμούς και τους ύμνους τους ψάλλουν αντιφωνικά, χωρίζεται δηλαδή ο λαός σε δύο μέρη και το ένα διαδέχεται το άλλο στην ψαλμωδία. Άλλος τρόπος, είναι ο καθ' υπακοήν, όπου, καθώς γράφει ο Μ. Βασίλειος ο ένας «κατάρχει» του μέλους, ψάλλει μόνος του και οι λοιποί υπηχούν. Η παρουσία των Εθνικών (με την καλουμένη θυμελική μουσική),από την άλλη το κύμα του μοναχικού αναχωριτισμού, μα και τα ξεσπάσματα των αιρέσεων θα διαμορφώσουν εκείνο το κλίμα που θα καθορίσει την ανάπτυξη ύμνων και μελωδιών στο χώρο της Εκκλησίας. Τα αναστήματα των φωτισμένων δασκάλων της Εκκλησίας αυτής της περιόδου είναι πάμπολλα και σπουδαία. Ο Μ. Αθανάσιος (296-374) από την αρειανίζουσα πολιτεία της Αλεξάνδρειας, θα εισαγάγει λίαν ‘επιτετηδευμένη' μουσική για να στηρίξει τους Μελετιανούς που έψαλλαν τους ύμνους χορεύοντες. Ως παράδειγμα για την καθιέρωση αυτής της μουσικής στην Αλεξάνδρεια αναφέρεται από τους ιστορικούς το εξής: Είχε διαταχθεί η σύλληψη του Αθανασίου για τους αγώνες του εναντίον των Αρειανών. Όταν είδε ο Αθανάσιος τους στρατιώτες να εισβάλλουν στο ναό έδωσε εντολή να ψάλλουν ύμνους από αυτούς που ο λαός επανελάμβανε τα ακροτελεύτια π.χ. «ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού» κ.λ.π. Η εύρυθμος αυτή ψαλμωδία ενθουσίασε τόσο πολύ τους στρατιώτες, ώστε δεν τόλμησαν να διακόψουν την ακολουθία και άφησαν τον Αθανάσιο ανενόχλητο. Στη Συρία, ο Εφραίμ ο καλούμενος Σύρος, σπουδαίος υμνογράφος και μουσικός συνέταξε πολλές ωδές προς τιμή της Θεοτόκου, μεταξύ των οποίων και την Θ΄ωδή «Την τιμιωτέραν των χερουβίμ» και τη λαμπρή ευχή «Άσπιλε αμόλυντε». Στην Καππαδοκία της Μ.Ασίας ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος από την Ναζιανζό ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την Αντόχεια μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο όσιος Ρωμανός ο Μελωδός, και ποιητής των κοντακίων, ο Σωφρόνιος πατριάρχης Ιεροσολύμων,ο επίσκοπος Κρήτης Ανδρέας και τόσοι άλλοι συνθέτουν μια πλειάδα υμνογράφων – μουσικών. Αυτή την περίοδο εποιήθησαν ύμνοι, όπως «Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού», ο Τρισάγιος ύμνος, ο Χερουβικός ύμνος, και πλήθος άλλοι. Την ίδια εποχή συντέθηκαν και οι δύο λειτουργίες που τελούμε σήμερα δηλ. του Βασιλείου (10 φορές το χρόνο) και του Ιωαν. του Χρυσοστόμου όλες τις υπόλοιπες μέρες. Στη Δύση, ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων, συντάσσει το Αντιφωνάριο που στηρίχθηκε στους τέσσερεις ελληνικούς διατονικούς ήχους, καθιερώνοντας έτσι στην Ευρώπη αυτή τη μουσική(το γνωστό αμβροσιανό μέλος), ενώ ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος ο Διάλογος , ποιητής της λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων, ίδρυσε μουσικές σχολές στη Ρώμη, Γαλλία, Γερμανία, όπου για πολλά χρόνια είχε επικρατήσει το λεγόμενο Γρηγοριανό μέλος.
Στα τέλη του 7 ου αιώνα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-756) θα αναδειχθεί «ανήρ ελλογιμότατος, κατά Σουίδα, και ουδενός δεύτερος των κατ' αυτόν επί παιδεία λαμψάντων». Διακρίθηκε ως μέγας αριστοτελικός φιλόσοφος, διάσημος θεολόγος, άριστος υμνογράφος και μουσικός. Επινόησε νέο μουσικό σύστημα και νέα σημάδια στην εκκλησιαστική μουσική.Τα σημάδια αυτά αντικατέστησαν την αγκιστροειδή γραφή που υπήρχε πριν από το Δαμασκηνό. Η θεωρία της μουσικής που συντάχθηκε με βάση την αρχαία οκταηχία, θεωρείται η πρώτη συστηματική γραμματική της μουσικής, η οποία χρησίμευσε σαν βάση για όλους τους μετέπειτα μουσικούς. Η πρώτη ασματική παραγωγή του Δαμασκηνού είναι η Οκτώηχος. Η Οκτώηχος απαρτίζεται από διάφορα τροπάρια δηλαδή: Προσόμοια, Ιδιόμελα, Καθίσματα, Απολυτίκια, Κοντάκια, Οίκους και Κανόνες με τους Ειρμούς τους. Ο Δαμασκηνός συνέθεσε και τον ηδύτατο κανόνα της Αναστάσεως του Σωτήρος «Αναστάσεως ημέρα λαμπρηνθώμεν λαοί Πάσχα Κυρίου Πάσχα» Η Οκτώηχος θαυμάζεται για τον πλούτο των δογματικών εννοιών που κρύβει μέσα της. Με την Οκτώηχο καθιερώνεται το σύστημα της Οκταηχίας. Οι ήχοι της Βυζαντινής μουσικής διακρίνονται σε τέσσερις κύριους ( Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος) και τέσσερις πλάγιους(πλάγιος του Α΄, του Β, του Γ΄ή Βαρύς,του Δ΄). Ωστόσο οι κύριοι ήχοι έχουν ακόμα μέσους, παραμέσους, και παραπλαγίους ήχους, ενώ οι πλάγιοι, διφώνους, τριφώνους,τετραφώνους, πενταφώνους. Έτσι διαμορφώνεται το σύστημα της πολυηχίας. Οι ήχοι συγκαταλέγονται στα τρία γένη, το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο και εκφράζονται με τρία συστήματα: το οκτάχορδο ή διαπασών, το πεντάχορδο ή τροχός και το τετράχορδο ή τριφωνία. Έτσι η ποικιλία αυτή των κλιμάκων μεταβάλλει την ποιότητα των τόνων και αποτελεί στα διάφορα άσματα πολυειδείς μελωδίες. Γύρω στο 12ο αιώνα ολοκληρώνεται η υμνογραφία. Έχουν συντεθεί ύμνοι για όλες σχεδόν τις γιορτές και τις ιερές ακολουθίες. Όπως είδαμε, οι υμνογράφοι συνθέτουν τους ύμνους και τους τονί ζουν οι ίδιοι μουσικά. Στη δεύτερη περίοδο, που εξετάσαμε, έχουμε τον ποιητή - συνθέτη (κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα), ενώ στην τρίτη περίοδο έχουμε μια εναλλαγή: Ο ποιητής - συνθέτης γίνεται συνθέτης - ψάλτης. Αρχίζει έτσι η περίοδος των μεγάλων μαϊστόρω ν, περίοδος μεγάλης α κμής της μουσικής, που θα κρατήσει ως τα μέσα του 15ου αιώνα. Οι μαΐστορες συνθέτουν πάνω στα υπάρχοντα ήδη κείμενα, γράφουν φυσικά και δικά τους ποιήματα, ή καλλωπίζουν παλαιότερες συνθέσεις. Ονομαστότερος απ' αυτούς είναι ο: Ιωάννης ο Κουκουζέλης . Γεννήθη κε στο Δυρράχιο και ακμάζει τον 12ο αιώνα. Στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του μεγάλου αυτού μουσικού και οσίου της Εκκλησίας μας βρί σκουμε σε κώδικες των μονών του Αγίου Όρους και ιδιαίτερα στον κώδι κα Ε155 της Μεγίστης Λαύρας. Ο Ιωάννης θαυμαζόταν από όλους τόσο για την τέχνη του και τη γλυκύτητα της φωνής του, όσο και για τη σωματική του ωραιότητα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε στο χορό των αγίων και τιμά τη μνήμη του την 1η Οκτωβρίου. Το συγγραφικό έργο του Κουκουζέλη είναι πλούσιο και σημαντικό. Μεταξύ των σπουδαιότερων δασκάλων και μελοποιών αυτής της περιόδου διακρίνουμετον Μιχαήλ Ψελλό(1020-1106), τον Ευστάθιο αρχιεπίσκοπο Θςσσαλονίκης(1170), τον Ιωάννη τον Κλαδά, γνωστό από το κοινωνικό που ψαλλουμε σήμερα στη λειτουργία των Προηγιασμένων «Γεύσασθε και ίδετε» σε ήχο Πρώτο Τετράφωνο, τον Μανουήλ Βρυέννιο(1320), ένα από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της μουσικής στη βυζαντινή εποχή. Η ορολογία, τώρα, των εκκλησιαστικών ψαλτών της Μεγάλης Εκκλησίας την ίδια εποχή περιλαμβάνει: Δομέστικο (αρχηγό του Χορού), Λαμπαδάριο, Πρωτοψάλτη, Μονοφωνάριο, Αναγνώστη, Βαστακτή, Χει ρονόμο κ.α. Στους μετά την Άλωση χρόνους παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση της σημασίας των όρων, ώστε Πρωτοψάλτης να ονομάζεται τώρα ο διευθυντής του α' Χορού. Λαμπαδάριος, ο διευθυντής του β' Χορού. Δομέστικοι δε οι βοηθοί τους. Με την ίδια σημασία ισχύουν οι όροι αυτοί και σήμερα. Υπάρχει ακόμη ο Κανονάρχης, που απαγγέλλει μελωδικά, στην τονική συνήθως του ήχου, τη μουσική φράση την οποία ψάλλει στη συνέχεια ο ψάλτης. Την παράδοση αυτή συναντάμε και σήμερα στα μοναστήρια και κυρίως του Αγίου Όρους. Ξεχωριστή θέση στην όλη οργάνωση του Χορού είχε ο χειρονόμος, που στεκόταν ανάμεσα στους δύο Χορούς και με τη χειρονομία οδηγούσε τους ψάλτες πώς να ψάλλουν. Ο χειρονόμος έχει πάψει πια να υπάρχει μετά το 15ο αιώνα. Αναφέρεται ωστόσο στα θεωρητικά κείμενα και φαίνεται πως η ενέργεια της χειρονομίας περνάει στα κείμενα των χειρογράφων με τα σημάδια των μεγάλων υποστάσεων, σαν ένδειξη και έλεγχος της μελικής κίνησης των σημαδιών και αργιών αλλά και σαν μέθοδος διαίρεσης του χρόνου. Την εξήγηση των διαφόρων σημαδιών που τα σχήματα τους περιέχουν χειρονομική ενέργεια, έχει δώσει ο Σίμων Καράς στο έργο του «Η Βυζαντινή μουσική Παλαιογραφική έρευνα εν Ελλάδι» και σε άλλες σπουδαίες εργασίες του.
Η Ψαλτική τέχνη, η οποία για δεκαπέντε τώρα αιώνες πέρασε από τα στάδια της διαδοχικής ανάπτυξης, που με συντομία αναφέραμε μέ χρι τώρα, αποτελούσε ένα αναπόσπαστο στοιχείο στη ζωή του Βυζαντίου. Το στοιχείο αυτό εξακολούθησε να υπάρχει το ίδιο και πιο έντονο και με τά την πτώση της Πόλεως. Αυτό επιβεβαιώνεται από την επίδοση στη μουσική που είχαν οι Βυζαντινοί και στην περίοδο μετά την άλωση. Πολύτιμα στοιχεία και πληροφορίες για την από εδώ και πέρα πο ρεία της μουσικής μας παραδόσης, μπορούμε να βρούμε στο σπουδαίο έργο του Μανόλη Χατζηγιακουμή «Χειρόγραφα Εκκλησιαστικής μουσικής 1453-1820» και κυρίως στο εισαγωγικό κεφάλαιο με τον τίτλο «Σχε δίασμα ιστορίας». Την περίοδο, λοιπόν, αυτή παρατηρείται μεγάλη προσπάθεια για την αναλυτικότερη γραφή της μουσικής. Το υπάρχον σύστημα της μουσικής στενογραφίας δημιουργούσε πολλά προβλήματα στη μάθηση της μουσικής. Έγιναν αρκετές προσπάθειες να αναλυθεί τό μουσικό στενογραφικό σύστημα του Ιωάννη του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης στην προπαιδεία του, που την ονόμασε «Μέγα ίσον», κάνει σημαντική προσπάθεια. Τα άφωνα σημάδια τα διαδέχονται οι πρώτες απόπειρες εξηγήσεως. Σπουδαιότερη απ' τις προσπάθειες αυτές υπήρξε του Μπαλασίου ιερέως. Το σημερινό μουσικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιούμε καθιερώθηκε ανάμεσα στα 1810-1820 από τους τρεις δασκάλους το Χρύσανθο αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου, το Γρηγόριο Πρωτοψάλτη και το Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα Στην πορεία του υπόδουλου γένους, την περίοδο της τουρκοκρατίας, παρουσιάζονται αξιοθαύμαστοι δάσκαλοι ,σπουδαίοι τεχνίτες της ψαλτικής τέχνης, που όχι μόνο την πατρώα μουσική θεραπεύουν , αλλά και γίνονται και αξιοζήλευτοι μουσουργοί στο χώρο της κυρίαρχης Οθωμανικής Μουσικής, Είναι πολύ γνωστά τα ονόματα του Πέτρου του Πελοποννησίου, του Ζαχαρία του Χανεντέ, του Πέτρου του Γλυκύ ή Μπερεκέτη, του Δημητρίου Καντεμήρη κ.λ.π. Σπουδαία έργα αυτών συγκαταλέγονται μέχρι και σήμερα στο ρεπερτόριο της καλούμενης Λόγιας Οθωμανικής Μουσικής.
Μέσα από αυτή τη σύντομη ιστορική επισκόπηση προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τα χαρακτηριστικά μιας τέχνης που στην πορεία της γίνεται μάρτυρας ενός δοξολογικού πολιτισμού, που άγγιξε το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας και τελικά τον ίδιο τον Θεό μεσ' από την τέλεια σύζευξη λόγου και μέλους, θείας εμπνεύσεως. Μαρτυρούν οι μελουργοί της την υμνολογική διάθεση και αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό με την ψαλτική τέχνη, που είναι ομοούσιο γέννημα της θείας λατρείας και «θεραπαινίς» του περί Θεού λόγου. Γι' αυτό και η μουσική αυτή παρέμεινε μονόφωνη, αδόμενη από το τελειότερο μουσικό όργανο που δόθηκε στον άνθρωπο, την ανθρώπινη φωνή. Η Ψαλτική της Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας είναι Τέχνη και εν ταυτώ Επιστήμη, όπως σχολιάζει και ο έγκριτος μουσικολόγος Γρ. Στάθης. Είναι Τέχνη που έχει μπολιάσει όλη τη λόγια και δημώδη Μουσική μας Παράδοση. Κληρονομούμενη όμως στο Νεοελληνικό Κράτος δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ με τη δέουσα συστηματική σπουδή και διδασκαλία. Εδώ φυσικά εγείρεται ένα από τα φλέγοντα ζητήματα της παιδείας μας, ο επαναπροσδιορισμός της Μουσικής Παιδείας. Σε μια χώρα όπου, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων: «και τους παίδας αι των Ελλήνων πόλεις πρώτιστα δια της Μουσικής παιδεύουσιν, ώστε πάσα η Ελλάς παρίστατο ως μουσική τις συμφωνία» ή ο Πλάτων λέγει στον Πρωταγόρα: «και τους ρυθμούς τε και τας αρμονίας ανάγκη οικειούσθε ταις ψυχαίς. Πας ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται»,με τέτοια παράδοση λοιπόν δεν δικαιολογείται η πρόχειρη και η επιπόλαια αντιμετώπιση, πολύ δε περισσότερο η άγνοια ουσιωδών ζητημάτων πολιτισμού. Όλοι μας δυσανασχετούμε σήμερα με τα βάναυσα και κακόγουστα μουσικά ακούσματα σ' όλους τους χώρους ακόμα και μέσα στις εκκλησιές μας. Όμως διερωτηθήκαμε αν, πως και πόσο διδάσκεται η μουσική στα σκολειά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Ή πόσες και ποιας ποιότητας σχολές Μουσικών Σπουδών διαθέτει η πατρίδα μας στη Τριτοβάθμια εκπαίδευση; Δε θα ‘θελα να μπω σε προβληματισμούς που ίσως κουράσουν στην παρούσα στιγμή, μα η Μουσική μας εκπαίδευση χρόνια τώρα, ανάμεσα στη δυική σχέση της εποπτείας της από το ΥΠΠΟ και από το ΥΠΕΠΘ ψάχνει σαν το χαμένο παιδί να βρει τον πατέρα του. Tα τελευταία μόλις χρόνια ιδρύθηκαν στη χώρα μας Μουσικά σχολεία (Γυμνάσια-Λύκεια) στα οποία διδάσκεται η Βυζαντινή Μουσική για αρκετές μάλιστα ώρες. Οι γνωστές όμως δυσλειτουργίες από τη μια, οι υψηλές απαιτήσεις των μαθημάτων από την άλλη καθώς επίσης η απουσία βιωματικής επαφής(βλέπε εκκλησιαστικό αναλόγιο), καθιστούν τους στόχους ανέφικτους, Σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί τμήματα, στις σχολές Μουσικών Σπουδών με κατεύθυνση τη Βυζαντινή Μουσική. Είναι όμως τραγελαφικός ο τρόπος εισαγωγής των υποψηφίων και τονίζει όλη τη διάσειση του μουσικού μας προβλήματος όταν οι θέλοντες να σπουδάσουν τη συγκεκριμένη επιστήμη αξιολογούνται στη Δυτική Μουσική και εκ των υστέρων κατατάσσονται εσωτερικά ! ενώ η επιλογή τους γίνεται από δασκάλους της Δυτικής Μουσικής. Πώς να μιλήσουμε τώρα σοβαρά για θέματα όπως, το ενιαίο της μουσικής θεωρίας και πράξης, η προφορικότητα και η λογιότητα στη μουσική παράδοση, οι σχέσεις ανατολικής και δυτικής μουσικής, η κλαδική τριχοτόμηση των καθηγητών μουσικής εξαιτίας των πολλών και αλληλοσυγκρουόμενων κατηγοριών της μουσικής, η απαξίωση της εμπειρίας στη διαδικασία της μουσικής γνώσης με την εισαγωγή του όρου «εμπειροτέχνη ιδιώτη»κ.α. Θα παρέπεμπα στο κείμενο των εκλεκτών συναδέλφων της μουσικής Βασίλη Βέτσου και Στέργιου Ζυγούρα: «Η μουσική ως φυσικός φορέας καλλιέπειας. - Η καθ' ημας μουσική ως διαπολιτισμικό διακύβευμα».
Αγαπητές συναδέλφισσες, αγαπητοί συνάδελφοι, «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε αναζωσάμενοι τους καλούς αγώνας» θα ακούσουμε σε λίγες μέρες να μας ψάλλει ο υμνωδός της εκκλησίας.
Η Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, μας κληροδότησε βαριά κληρονομιά πολιτισμού. Θα την αντέξουμε;
Θεσσαλονίκη, 9.2.2007 |