Έκθεση στο πλαίσιο των παράλληλων δραστηριοτήτων της εκδρομής της Β' Λυκείου 2007 :
«Η Κωνσταντινούπολη στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης»

"Καθημερινότητα και Μνημοσύνη"

 

Κώστας Κεντρωτής: Η Χηλή κι ο παππούς μου Σταύρος Πρασσάς

Ο Φάρος της Χηλής
Σταύρος Πρασσάς

 

Ο παππούς μου – πατέρας της μητέρας μου – γεννήθηκε στο προάστιο Χηλή (τουρκ. Sile) της Πόλης το 1915. Ήταν το τέταρτο παιδί τού Θεόδωρου Πρασσά και της Κρυσταλίας το γένος Μαυρίδου.

Όπως μου έχει διηγηθεί, η Χηλή είχε μια πλατεία με έναν φάρο. Από την πλατεία, στην κατηφορίτσα το πρώτο σπίτι αριστερά στη γωνία ήταν το σπίτι τους. Στην Πόλη πήγαιναν με το κρι-κρι (καραβάκι) – η Χηλή είναι παραθαλάσσιο μέρος στον Εύξεινο Πόντο και βρίσκεται στην ασιατική πλευρά της Πόλης. Ο πατέρας του είχε χωράφια, ένα βουνό ολόκληρο δικό τους που το έλεγαν: το βουνό τού Πρασσά , και μέσα από τα κτήματά τους πέρναγε ποταμάκι.

Με τους Τούρκους κατοίκους ήταν αγαπημένοι. Θυμάται την παιδική του φίλη Εμινέ που παίζανε μαζί... θυμάται που κατέβαιναν στα βράχια στην παραλία. Είχαν δύο σπίτια δίπατα, το ένα δίπλα στ' άλλο. Στο γωνιακό έμεναν οι ίδιοι? το διπλανό το νοίκιαζαν σε Τούρκο ταγματάρχη και την οικογένεια του. Οι νοικάρηδές τους είχαν κρεμασμένη την τουρκική σημαία και όταν οι Τσέτες έκαναν επιδρομές δεν τα έκαιγαν. Μάλιστα, οι γείτονες τούς ειδοποιούσαν όταν έβλεπαν τους αντάρτες τού Κεμάλ να έρχονται, κι εκείνοι κρύβονταν στην σοφίτα τού σπιτιού τους. Πολύ μικρός, σε μια επιδρομή των Τούρκων έμεινε να κοιμάται στην κούνια. Οι γονείς του δεν πρόλαβαν να τον κρύψουν μαζί τους.

Οι Τσέτες μπήκαν στο σπίτι κι άρχισαν να λεηλατούν... ένας απ΄αυτούς τον βρήκε, έβγαλε το σπαθί του να τον σκοτώσει αλλά οι Τούρκοι γείτονες που είχαν έρθει στο μεταξύ, τον απέτρεψαν λέγοντας του: άστο το ορφανό, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει – δεν βλέπεις; έφυγαν και τ' αφήσανε... τη σκηνή παρακολουθούσαν οι γονείς του από τη σοφίτα που ήταν κρυμμένοι? αν ξύπναγε, θα τους είχε μαρτυρήσει. Όμως, παρά την μεγάλη φασαρία, ο παππούς μου δεν ξύπνησε. Όσην ώρα γινόταν το κακό, μια γυναίκα μαυροφορεμένη ήταν δίπλα του, του χάιδευε τα μαλλιά και του έλεγε: κοιμήσου παιδάκι μου... κοιμήσου παιδάκι μου... "ήταν η Παναγία!" λέει και δακρύζει...

Έφυγαν το εικοσιδύο με την ανταλλαγή πληθυσμών χωρίς να πάρουν μαζί τους απολύτως τίποτα. Η μητριά του (είχε χάσει την μητέρα του σε ηλικία δύο ετών) προσπάθησε να πάρει μαζί της μερικές λίρες κρύβοντας τις μέσα στα κούφια τακούνια από τις παντόφλες της. Αλλά από τα φλουριά οι παντόφλες βάρυναν και δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Οι Τούρκοι το κατάλαβαν ξήλωσαν τις σόλες και τις βρήκαν? της δώσαν μια και την έριξαν στην θάλασσα... κάποια άλλη κατάφερε να περάσει μερικές λίρες κρύβοντας τις μέσα σ' ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί που ζύμωσε.

Έδιωχναν τα γυναικόπαιδα και τους γέρους αλλά κρατούσαν τους άντρες για καταναγκαστικά έργα. Η μητριά του, είπε στον πατέρα του ν' αφήσει γένια – είχε γκριζάρει – του φόρεσε και παλιόρουχα για να φαίνεται πιο γέρος. Τον χώρισαν μαζί με τα γυναικόπαιδα κι έτσι πέρασε κι αυτός μαζί τους. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Τρίπολη. Μετά ο παππούς μου ήρθε στην Αθήνα. Στην Χηλή δεν ξαναπήγε ποτέ.

 

 

 

Κ. Κεντρωτής