ντίς παρασί*
Στην Πόλη ήταν αυτοί οι πλανόδιοι με τα τεζιάκια, τους πάγκους και κάναν τα καφάσια για τα ούτια. Το καφάσι είναι η ροζέτα. Είχανε το τεζιάκι, είχανε και μια κουρελού και τον ναργιλέ δίπλα και δυο παξιμάδια, εκεί κοιμόταν εκεί ξυπνούσαν. Περνούσαν απ' του πατέρα μου: - Θέλεις τίποτα μάστορα; - Θέλω. - Τι θέλεις; -Αυτό, εκείνο... - Ντουρ μπακαλούμ, περίμενε Έστρωνε την κουρελού κάτω και έκανε καφάσια για τα ούτια έκανε και τις πεναριές. Αυτά δεν τα βάζεις μετά, τα βάζεις συνήθως από πρίν. Του 'δινες τα ξύλα και στα έκανε κείνη την ώρα. Ένα επάγγελμα ήταν, όπως ήτανε κι αυτός που ακόνιζε πριόνια, δεν είχε όνομα το επάγγελμα. Έτσι κάνανε τότε στη διακόσμηση οι περισσότεροι. Όπως και 'γώ ακόμα τώρα, του λέω: - Θέλω αυτό… ή του δείχνω το σχέδιο ή μου δείχνει σχέδια αυτός, και του λέω: το θέλω με πάστα, το θέλω με ακρυλικό ή με οτιδήποτε… Το καλούπι το κάνανε μόνοι τους, τα καπάκια είχαν μαγαζί που πηγαίναν και τα παίρνανε: σανίδια, ξύλα... Την εποχή εκείνη κορδέλες δεν υπήρχαν, τα πάντα τα κόβαν στο τεζιάκι. Συνήθως δουλεύανε ντούγιες, όχι το σκαφτό. Άλλος έβαζε περισσότερες αλλά όχι πάρα πολλές σαν κι αυτά τα μπουζούκια που βάζουμε τώρα, που είναι ψεύτικες, χαραχτές. Το όργανο αυτό που φτιάχνουμε και τώρα, με τα σχέδια του Βεννιού, λέγεται ταμπούρ. Ο πατέρας μου το 'λεγε ταμπούρ, στην τούρκικη, ταμπουράς στην ελληνική. Τα κλειδιά τα φτιάχνανε, σουραύλια επάνω. Ύστερα τα παίρνανε έτοιμα. Οι μπερντέδες έμπαιναν με τ' αυτί. Ο πατέρας μου, έβαζε δυό χορδές, μια απ' τη μια και μια απ' την άλλη και το έφερνε. Οι μπερντέδες παίζουνε, τον τραβάς και τον σταματάς εκεί που θέλεις. Ακουστικά ήτανε σταθερές, δε μπορούσες να τον αλλάξεις, ήθελες μια νότα, έπρεπε να βγει εκεί. Ο πατέρας μου κούρδιζε όλα τα όργανα ανοιχτά, ήτανε και ψάλτης. Είχε δυνατό αυτί, έπαιζε και λίγο μαντολίνο. Την ψαλτική την ήξερε απ' την Πόλη ακόμα. Ήτανε βοηθός του Πρίγγου, εκεί την έμαθε τη Μουσική. Μέχρι ένα σημείο ήτανε σε τακτική βάση, ύστερα πέσαν πολλά πράγματα μαζί, γιατί ο πατέρας μου τελείωσε το ελληνικό-τουρκικό και πήγε σ' ένα γαλλικό σχολείο. Στους φρέρηδες. Ήτανε οι καλόγεροι, οι γάλλοι κι εκεί μαθαίνανε γαλλικά, ιταλικά και τούρκικα. Και τα τούρκικα όχι μόνο τα μιλούσε αλλά και τα 'γραφε στην παληά γραφή. Τελείωσε, κι ύστερα θυμήθηκε και τον πήρε ο θειός του, μαζί του. Μεγάλος πήγε για δουλειά γιατί απ' ό,τι τελείωσε δημοτικό, πήγε στο σχολαρχείο, τι ήταν τότε, ήταν γαλλικό αυτό που πήγαινε με τους φρέρηδες, και τελείωσε και 'κεί, κι ύστερα πήγε στη δουλειά… του την έδωσε. Τελειώνοντας τους φρέρηδες, κανονικά ήταν να πάει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή… Τα όργανα τους ήτανε κυρίως τα ούτια. Κάναν και κιθάρες αλλά ξέρω ότι έκανε και μαντολίνα. Έκανε και λαούτα. Το λαούτο δεν είχε πολύ πέραση το 'δινε στα πανηγύρια. Αλλά το ούτι που δουλεύανε -ο πατέρας μου δούλευε και με το Βεννιό και ύστερα μόνος του- τα πολλά πηγαίνανε μες το σαράι. Τελευταία ο Βεννιός είχε σταματήσει και το κρατούσε ο μπαμπάς μου το μαγαζί μαζί με τον Μουσταφά, γιατί χρειαζότανε κι ένας τούρκος να δηλωθεί μέσα.
Ο πατέρας μου, ήρθαν με την ανταλλαγή. Αλλά επειδή δεν τους έπιανε η ανταλλαγή τους Πολίτες, βγήκαν με χαρτιά της μητέρας μου, στα ζούλα… Η μητέρα μου, απ' τα Τούζλα, 40 χιλιόμετρα έξω απ' την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας μου βγήκε κρυφά, διότι ήταν αστός. Ήταν στη λίστα για κλάδεμα. Πρωτύτερα τον είχανε πιάσει και τον βάλανε φυλακή. Δεκαοχτώ μήνες έκατσε μέσα. Τον πιάσανε, γιατί μοίραζε ελληνικό τύπο, το 1913. Τους πιάσανε, τους πήραν όλη την οικογένεια και ύστερα κρατήσαν μονάχα αυτόν. Κάνοντας έφοδο στο μαγαζί, απάνω που είχε στο πατάρι, βρήκαν ελληνικό τύπο, τον οποίο και εμοίραζε. Οι συνέπειες…18 μήνες φυλακή, στην Κωνσταντινούπολη, μες στα μπουντρούμια. Ήταν τότε αρραβωνιασμένος κι ότι πήγαινε μέσα δεν έβγαινε, ρούχα πήγαινες μέσα, στη φυλακή, ρούχα δεν έβγαιναν, δε στα δίνανε. Είχε έρθει λοιπόν πρίν φύγουν απ' την Πόλη, ένας μέσα απ' το παλάτι, και του 'πε: -Ι(γ)ί ι(γ)ί… το άφηνε εκεί πέρα, κι έβγαινε έξω.Τον πληρώνανε, τον τάιζαν και του δίναν και μπαξίσι για τα δόντια που χάλασε, που 'φαγε το φαγητό τους - Ντίς παρασί…
Θυμάμαι ακόμα απ' το πατέρα μου, ότι στα Ταταύλα ήταν οι τουλουμπατζήδες. Όταν κάποτε τον σταμάτησαν οι πολιτσμάνοι τον πατέρα μου, του ζήτησαν το χαρτί. Το διάβασαν και τον λένε: - Εντεπσίζ ταραφεντάν κιουλάμπεΐ μαχαλάα … Δηλαδή βρώμικη πάστα, εντεπσίζικια – βρώμικη πάστα, σε τσογλάνικο μαχαλά. Στα Ταταύλα ήταν τουλουμπατζήδες όλοι. Όταν χτυπούσε η καμπάνα, κάθε ενορία είχε την τουλούμπα τη δική της. Όπου και να ήσουνα, ότι και να έκανες, θα τα παρατούσες, θα έβαζες το πέτσινο το κοντοβράκι και το γεμενί. Γεμενί ήταν πατημένο το παπούτσι. Και θα 'παιρνες την χειροκίνητη αντλία. Τέσσερις-έξι, δώσ' του πάνω κάτω, θα έτρεχαν να σβήσουν τη φωτιά. Οι ταταυλιανοί το είχανε αυτό. Πως το λένε…σαν προνόμιο, δήλωνες. Για την εποχή, «τουλουμπατζήδες» το λέγανε αυτό υποτιμητικά, γιατί ήταν άνθρωποι οι οποίοι αψηφούσαν το κάθε τι. Καίγεται ο κόσμος λέγαν και, αφού πηγαίναν από δυο τρεις συνοικίες και τελείωνε το γιανγκίνι, η φωτιά...στο τέλος θα πλακωνόταν και στο ξύλο μεταξύ τους. Σαν έθιμο ήταν.
* Βλέπε: Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος |
Βίντεο |