...υπό κατασκευήν

 

Κώστας Δεκαβάλας


το πριν και το μετά

 

Ο Κώστας Δεκαβάλας στο εργαστήριο της οδού Αποστόλου Παύλου 18
(Φωτ. Γερμανού περιηγητή ~ 1955)

 

Ο Κώστας Δεκαβάλας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1924 από γονείς Κωνσταντινουπολίτες, τον Βίκτωρα Δεκαβάλα και την Παγώνα Παγονόγλου, από τα Τούζλα της Αν. Θράκης. Ο πατέρας του, Βίκτωρ Δεκαβάλας γεννήθηκε σε εξαμελή οικογένεια στην Πόλη το 1878. Γενάρχης ο πατέρας του Βίκτωρα, Φρατζέσκος – Φραντζής (Φραγκίσκος) Δεκαβάλλας από την Φολέγανδρο (γενν.1842) και μητέρα του η Σουλτάνα από την Μυτιλήνη.

 

(πούντους-πούντους)

 

....Ο Βίκτωρ Δεκαβάλας ξεκίνησε την οργανοποιία δίπλα στον φημισμένο οργανοποιό και προμηθευτή της Υψηλής Πύλης, Μανόλη Βεννιό (γενν.1838). Ο Βεννιός κι αυτός από τη Φολέγανδρο παντρεύτηκε την Μαρ(γ)ιά, πρώτη εξαδέλφη του Φραγκίσκου Δεκαβάλα και έτσι η κοινή καταγωγή και η συγγένεια συνέβαλαν καθοριστικά στην ευδόκιμη μαθητεία του Βίκτωρα σε μια γκάμα εγχόρδων οργάνων [ούτι, τρίχορδο (σάζι, ταμπουρά, μπουζούκι), κιθάρα, μαντολίνο] με αιχμή το ούτι.

 

(ντίς παρασί)

 

Αρραβωνιασμένος ακόμα, και φέρελπις οργανοποιός, ο Βίκτωρ Δεκαβάλας δραστηριοποιείται στο αλυτρωτικό κίνημα της Κωνσταντινούπολης κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Συλλαμβάνεται για κατοχή και διακίνηση ελληνικού τύπου και φυλακίζεται για δυό χρόνια. Στις 9 Ιουλίου του 1909 παντρεύεται την Παγώνα Ευστρατίου Παγονόγλου. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη συνθήκη της Λωζάνης δηλώνει παράτυπα διαμονή στον τόπο καταγωγής της γυναίκας του για να μπορέσουν να έλθουν στην Ελλάδα, αφού η αλυτρωτική δράση του στην Πόλη δεν του άφηνε πολλά περιθώρια επιβίωσης.

 

Έρχεται στην Ελλάδα το 1922 με τη γυναίκα την κόρη και την πεθερά του, φέρνοντας μαζί του την λεπτή τέχνη που διδάχθηκε κοντά στον Μανόλη Βεννιό, (μαζί και μερικά σπάνια –σήμερα- καλούπια του φημισμένου οργανοποιού). Η οικογένεια έχει μεγαλώσει και το 1924 γεννιέται ο Κώστας Δεκαβάλας. Μένουν στην οδό Σωκράτους σε δυό δωμάτια τούρκικου σπιτιού που τους νοίκιαζαν οι Τούρκοι ιδιοκτήτες και συγκάτοικοι τους. Πιο κάτω το σπίτι του Οσμάν μπέη που παρά την ανταλλαγή έμεινε κι εκείνος στη Θεσσαλονίκη κι έλυνε κι έδενε με τον παρά του. Ήταν η εποχή που ο Κώστας Δεκαβάλας ζυμώθηκε με το παληό χαρμάνι της Θεσσαλονίκης, με τους ντόπιους Έλληνες, Εβραίους, Αρμένηδες και βέβαια με τους πρόσφυγες που αναζωογόνησαν τον κοινωνικό ιστό της πόλης. Είναι ενδεικτικό ότι τα μουσικά καταστήματα της εποχής «Εγγλέζικη Αγορά», του Βεργιάδη, του Παρασίδη, ήταν πολίτικα. Αλλά και η αφρόκρεμα των οργανοποιών, Ηλίας Κανάκης, Βίκτωρ Δεκαβάλας, και ο Χρήστος Παρασίδης ήτανε Πολίτες.

 

μπίτ είναι ψείρα…ψειροπάζαρο.


.....Αξιοσημείωτη για τα σημερινά δεδομένα είναι η κοσμοπολίτικη αντίληψη, συναδελφική αλληλεγγύη, η φιλία, που τους ένωνε. Αρχικά το εργαστήρι του Βίκτωρα Δεκαβάλα ήταν επί της οδού Αμφιπόλεως 28, εκεί που έγινε ύστερα η διάνοιξη του οδού Φιλίππου. Το 1923 μετακομίζει στην οδό Αποστόλου Παύλου 18. Ο Βίκτωρ Δεκαβάλας τροφοδοτεί τα μεγάλα καταστήματα κυρίως την Εγγλέζικη αγορά, ενώ ταυτόχρονα φτιάχνει όργανα κατά παραγγελίαν. Η αγροτική Χαλκιδική με τα πανηγύρια της απορροφά το ούτι το λαούτο και το βιολί, ενώ η αστική Θεσσαλονίκη ζητά το μαντολίνο και την κιθάρα αλλά και το μπουζούκι.

 

......Αργότερα και μετά τις σχετικές ρυθμίσεις του κράτους μετακομίζουν προς το Χαριλάου δίπλα στη «Μέλισσα» Ο Κώστας Δεκαβάλας πηγαίνει σχολείο στην Κάτω Τούμπα, δίπλα ακριβώς στον Άγιο Θεράποντα, παίζει ανάμεσα στις γειτονιές της Τούμπας με τη μία βρύση για κάθε τέσσερεις παράγκες, και μεγαλώνει μαζί με την άνθηση της εργατικής τάξης της πόλης, και τη νέα τάξη της πολιτικής πραγματικότητας.

 

 

(τέσσερεις παράγκες μια βρύση...θα το πώ κι ας το πιώ)

 

 

 

 

......Μέσα στην Κατοχή ο Κώστας Δεκαβάλας φεύγει στο Άγιο Όρος, να μάθει την ζωγραφική, κοντά στους εκ μητρός θείους του, Αγαθάγγελο και Νεόφυτο, μοναχούς και ταλαντούχους ζωγράφους. Εκεί θα μείνει για τέσσερα χρόνια, και θα βιώσει την ασκητική αλλά και όλες τις αυξημένες λόγω κατοχής υποχρεώσεις στις εληές, στο ψάρεμα και όπου αλλού.

 

(και ενεδύσατο σάκκον και έβαλε στάχτην εις την κεφαλήν αυτού)

 

.....Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, νεαρός πια, θα πέσει σε μπλόκο και θα ταλαιπωρηθεί. Πιάνει δουλειά στα έργα της αεροπορίας, αλλά σύντομα σταματά κυρίως λόγω του ανυπόφορου γερμανικών προδιαγραφών φαγητού, και πηγαίνει για δυό χρόνια στο πολύγλωσσο μπίτ παζάρ σε καφενείο. Μετά ένα χρόνο και λόγω των βομβαρδισμών, πιάνει δουλειά σε μεικτό πολυτελές κουρείο 6 θέσεων της Τσιμισκή, όπου οι πελάτες - συχνά και Γερμανοί αξιωματικοί - ξυριζότανε καθημερινά και πλήρωναν με το μήνα.

 


(βέγκ βέγκ σμούτσιχ)

 

 

........Με την απελευθέρωση ζεί την ακμή του λαϊκού κινήματος και τον ενθουσιασμό για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη.

 

 

 

 (μια βόλτα ένα τραγούδι…)

 

 

 

 

.....Στον Ελληνικό Στρατό υπηρέτησε για 42 μήνες, στο μηχανικό ως ναρκαλιευτής, και σε άλλες θέσεις υψηλής ευθύνης. Έζησε από πολύ κοντά, ένα από τα τελευταία δραματικά περιστατικά του εμφυλίου πολέμου. Παρ' όλα αυτά ουδέποτε κατάφερε (όπως άλλωστε κι ο αδελφός του) να πάρει την εφεδρική αποζημίωση, της οποίας τα παραστατικά συνεχώς «χάνονταν».

 

 

 

(υπόγραψε... δήλωση)

 

 

......Από την ηλικία των 14 ετών, ο Κώστας Δεκαβάλας, κατά καιρούς βοηθούσε τον πατέρα του στο εργαστήρι, ωστόσο μόλις το '49, μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, άρχισε να ασχολείται ουσιαστικά με την οργανοποιία. Μπαίνει για τα καλά στο χώρο της οργανοποιίας, σε μια εποχή που σφραγίζεται από τα σκαμπανεβάσματα της ζήτησης στα μουσικά όργανα που σηματοδοτούν τις έντονες πολιτισμικές ζυμώσεις της ελληνικής κοινωνίας. Μετά από μεσολάβηση του πατέρα του Βίκτωρα, κάνει μαθήματα κιθάρας με τον ευπατρίδη Σωτήριο Γραικό, που τον μύησε στη μουσική αλλά και στα συμφραζόμενα της εποχής.

 

 

(Ο Γραικός ποτέ δεν πίστεψε στο χρήμα…)

 

 

.....Το μαντολίνο (σε διαρκή ζήτηση) με τις διάσπαρτες μαντολινάτες, η κιθάρα με σημείο καμπής το 1950 και με τα δημοφιλή τρίο κιτάρα, το μπουζούκι να επανακάμπτει μετά τον πόλεμο, να ανθεί το 60 και το ούτι να συνεχίζει παρέα με το βιολί και το κλαρίνο στα πανηγύρια της περιφέρειας. Το νήμα της μακράς παράδοσης διαπερνά όλες τις φάσεις της οργανοποιίας Δεκαβάλα. Χωρίς να λέιψει ποτέ η συνέχεια της εμπειρικής μύησης, το οργανοποιείο παρακολούθησε και παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της λεπτής αυτής τέχνης. Ένας σταθμός το 1961, οπότε ο Κώστας Δεκαβάλας σταμάτησε να δίνει όργανα σε άλλα καταστήματα και άρχισε να κατασκευάζει επαγγελματικά όργανα καλύπτοντας αποκλειστικά τις ανάγκες του δικού του μαγαζιού. Αναβάθμισε την ποιότητα της δουλειάς του, πειραματίστηκε με φόρμες και καλούπια, προβληματίστηκε, έψαξε και εξέλιξε την τέχνη του γεφυρώνοντας την πείρα και τις συνήθειες των παλιών με τις σύγχρονες απόψεις για τη βελτιστοποίηση της κατασκευής και του ήχου. Η ανήσυχη, μακρά και επιτυχημένη πορεία του σαν μα(ΐ)στορα οργανοποιού, αναπόφευκτα αλλά και ηθελημένα -με την χαρακτηριστική επιλεκτική λόγια και λαϊκή κομψότητα- ζυμώθηκε με τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, το ίδιο το ταξείδι της Θεσσαλονίκης και με τα γνωστά κι άγνωστα πρόσωπα της πόλης που σημάδεψαν τη διαδρομή του χρόνου.

 

 

(Ψάξε...ψάξτο και θα το βρείς)

 

    Από το 1990 που ο μαστρο-Κώστας σταμάτησε να δουλεύει στο εργαστήριο, ο γιός του Βίκτωρ, ο Νίκος Σακαλής και τελευταία ο Μάριος Κότσεβ συνεχίζουν την παράδοση προσπαθώντας να ταιριάξουν την πείρα των προηγούμενων με τις δικές τους αναζητήσεις και τις σύγχρονες τάσεις της παραδοσιακής οργανοποιίας.

  

Κώστας Δεκαβάλας. Μάρτιος 2006

 

Λεπτομέρεια από το τεζιάκι του εργαστηρίου (φωτ. Β.Βέτσος 2006)