Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος

Ψάξε...ψάξτο και θα το βρείς*

Τα όργανα μας από παληά ήτανε τα ούτια … αλλά ξέρω ότι ο πατέρας μου έκανε και μαντολίνα και κιθάρες. Η κιθάρα υπήρχε απ' το Βεννιό ακόμα, υπήρχε και το καλούπι του… Τελευταία μια κιθάρα που ήρθε απ' το μαγαζί κι έγραφε «Βίκτωρ Δεκαβάλας, Αμφιπόλεως 24» ζήτησα να την αγοράσω αλλά δεν έγινε δυνατόν. Ήταν απ' το '22, γιατί το πρώτο μαγαζί του πατέρα μου ήταν εδώ που είναι ένα καφεκοπτείο…Έκλεισε η Αμφιπόλεως ήταν αυτή...τότε η Φιλίππου ήταν Αμφιπόλεως. Απ' την Πόλη ακόμα έκανε κιθάρες…Κυρίως όμως έκανε ούτια, λαούτα. Το λαούτο δεν είχε πολύ πέραση, το 'δινε στα πανηγύρια. Αλλά το ούτι που δουλεύανε στην Πόλη - ο πατέρας μου δούλευε και με το Βεννιό και μετά μόνος του- τα πολλά πηγαίνανε μες το σαράι. Η βασική σπουδή του πατέρα μου ήταν το ούτι…Κι ο μπαμπάς μου μεγάλος πήγε για δουλειά γιατί απ' ότι τελείωσε δημοτικό πήγε στο σχολαρχείο, τι ήταν τότε, ήταν γαλλικό αυτό που πήγαινε με τους φρέδηδες, και τελείωσε και 'κεί, κι ύστερα πήγε στη δουλειά… του την έδωσε, τελειώνοντας από ‘ κει έπρεπε να πάει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή…

Ο πατέρας μου κι όταν ήρθε εδώ, έκανε ούτια, κάναμε ούτια πολλά. Κατ' αρχήν στις δύσκολες στιγμές, τα πρώτα χρόνια, έκανε ούτια και τα πήγαινε στην Αγγλική Αγορά, ούτια και λαούτα. Οι αγοραστές ήτανε χωρικοί…Όλη η Χαλικιδική ούτια είχε, ούτια και λαούτα. Δεν ήρθαν μόνο με τους πρόσφυγες. Η Χαλκιδική από παληά είχε λαούτο είχε και ούτι. Όχι μαζί στην κομπανία, άσε που και το ούτι εδώ οι Χαλκιδικιώτες του βάζαν σύρματα. Το ούτι εντελώς ποτέ δεν έσπασε, γιατί όλη η Χαλκιδική έπαιζε ούτι , πάντοτε δουλεύανε ούτι. Ένα διάστημα φέρναν τα ούτια και τα αλλάζαμε κεφαλάρια, μεταλλικά, και βάζαμε και χορδές μεταλλικές. Όλες οι χορδές σύρμα…αφού ο Καπούνταγλης αναγκάστηκε, για να το ενισχύσει να μη διπλώνει, κι έβαλε στο ούτι δίπλα πλαϊνά, για να το ενισχύσει. Επειδή το χέρι είναι κοντό κι όλο το ζόρι πήγαινε απάνω στο σκάφος. Μετατροπές από ούτι σε λαούτο δεν γίνονταν γιατί άλλη δομή έχει το λαούτο και άλλη το ούτι. Το ούτι είναι όσο το δυνατόν πιο 'λαφρύ ενώ το λαούτο πρέπει να έχει τα δεσίματα του. Γιατί το ούτι πιάνει 3Χ17, 51-52 από καβαλάρη σε καβαλάρη. Το ούτι που κολλούσε με τον καβαλάρη; Μετρούσαμε τρία χέρια και του βάζαμε τον καβαλάρη. Δηλαδή πόσο ήταν το χέρι 17,18, 17 συνήθως τα βάζαμε. 17 ήταν το χέρι, το μανίκι. Ενώ το λαούτο έχει 73 και τραβάει ζόρι. Για αυτό οι κρητικοί που βάζουν για πρώτες χορδές χοντρές, αντί να βάλει τη δεύτερη χορδή που είναι Σι στην κιθάρα να τη βάλει πρώτη, και να την κουρδίσει Ρε. Σκοτώνει, για αυτό βλέπεις και κάτι χέρια που έχουνε…

Το ούτι συνέχισε, το είχαμε, δεν χάθηκε ποτέ …Έκανε ο Καπούνταγλης πολλά ούτια, ένας ήταν αυτός….βέβαια πολλά ούτια δεν κάναμε, γιατί ο Καπούνταγλης έβγαζε αβέρτα-κουβέρτα. Είπαμε, το κράτησε η Χαλκιδική το ούτι: Ούτι και βιόλα. Εμείς εκτός απ' τις επισκευές, κάναμε ούτια για την Αγγλική Αγορά, που δε βάζαμε χαρτιά μέσα. Δεν επιτρεπότανε, γιατί θα το βλεπε ο άλλος και αντί να το πάρει απ' την Αγγλική Αγορά θα ερχόταν να το πάρει από μένα. Την Αγγλική Αγορά την είχε ο Χαρισιάδης, και δύο συνεταίροι ήτανε. Η Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη είχε ένα μουσικό μαγαζί, την Αγγλική Αγορά που ήτανε Εγνατία με Βενιζέλου σχεδόν γωνία. 'Ηταν στη διαγώνιο αντίκρυ από τα Ηλύσια, περίπου εκεί ήτανε, κι ένας άλλος ήτανε ο Παρασίδης που ήταν στη Βενιζέλου κι ύστερα πήγε στην Εγνατία. Άλλα μαγαζιά με μουσικά όργανα δεν υπήρχαν. Ήταν κι ο Καπούνταγλης ο Ηλίας, κάπου στο γήπεδο του Άρεως. Το σπίτι του ήταν ένα κτηματάκι και απάνω χτίστηκε το γήπεδο του Άρεως, απαλλοτριώθηκε κι έφυγε και πήγε στο Φίλυρο …κάπου εκεί πήγε, τα τελευταία του χρόνια. Αυτά που κάναμε τότε εμείς στην Αγγλική Αγορά , πολλά…τα περισσότερα ήτανε να φύγουν, εμπορικά. Ότι μπορούμε κάναμε και οπτικά να γυαλίσει να είναι καθαρό κι από κεί και πέρα ποιοτικά... Όταν αρχίσει το ποιοτικό…έλα να πληρωθείς. Την εποχή εκείνη δεν είχαμε την πολυτέλεια…δεν πληρώνανε για κάτι παραπάνω. Ο Καπούνταγλης ούτε φορολογία είχε, ούτε ΤΕΒΕ είχε, ούτε τίποτα. Δούλευε στο σπίτι του, όταν είχε όρεξη, από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Παιδιά σκυλιά δεν είχε…είχε ένα ανεψιό…Δεν μπορούσε να ξεκινήσεις, να βγείς, να πείς ότι θα το κάνω εγώ αυτό. Όταν έλεγες θα το κάνω κι εγώ αυτό, έπρεπε η δουλειά να τελειώσει το πολύ-πολύ 15 μέρες, άντε ένα μήνα να πήγαινε. Ύστερα ήταν και τ' άλλο: εντάξει θα το κάνω και θα 'ρχεται ο άλλος να δοκομάσει, και μέσα στο μαγαζί: ντούνγκου- ντούγκου, φασαρία, - σταμάτα να τ' ακούσω …Δεν είχαμε αυτές τις πολυτέλειες. Οι ανάγκες της επιβίωσης ήταν πιεστικές, και για αυτό δουλεύαμε …'τι περπατούσε και τι μπορούσε να μας δώσει χρήματα.

Ο Ηλίας Κανάκης – Καπούντα(γ)λης ... Αυτός ήταν απ' την Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον πατέρα μου, κι αυτός, κι ο Παρασίδης…κι οι τρείς από 'κεί ήταν. Το Καπούνταγλι ήταν ένα χωριό εκεί στην Κωνσταντινούπολη απ' έξω. Ο Καπούνταγλης, ο Ηλίας, καλός τεχνίτης, έκανε ως επί το πλείστον ούτια. Καλά ούτια. Τον γνώρισα, ήταν όπως ένα ηλικιωμένο γεροντάκι…Πέθανε γύρω στο '63-'64. Μεταπολεμικά όταν είχα απολυθεί είχα πάει κανα δυό φορές στο μαγαζί του, στου Χαριλάου, το σπίτι μας ήταν στην Αλυσίδα σχεδόν κοντά, κι αυτός ήταν στο γήπεδο του Άρεως, απ' την κάτω την πλευρά. T ην εποχή εκείνη ήτανε και το ντεκοβίλ του Αλατίνι. Το Αλατίνι την εποχή εκείνη ήτανε σ' ένα ρέμα εκεί που είναι το Ιπποκράτειο, περίπου. Και τον πηλό που φέρνανε για τα τούβλα, ήταν τα Μαντέμια, και τα μαντέμια είναι τα σημερινά νεκροταφεία…και τον πηλό τον κουβαλούσαν με τρενάκι…το ντεκοβίλ. Ύστερα κάηκε το Αλατίνι και πήγε και χτίστηκε εκεί απάνω που είναι τώρα. Έδινε τούβλα-κεραμίδια σ' όλα τα βαλκάνια. Δούλευαν ένα σωρό εργάτες εκεί… Εκεί πιο πάνω έμενε ο Ηλίας. Ο πατέρας μου ήταν λίγο μικρότερος απ' τον Ηλία, γνωριζόταν απ' την Κωνσταντινούπολη ακόμα…κι ο Παρασίδης. Κι η Αγγλική Αγορά, που λέμε, ήταν μαγαζί που ήταν πρίν στη Πόλη. Μέσω του πατέρα μου γνωρίστηκα με τον Καπούνταγλη με τον Παρασίδη. Ο Παρασίδης ερχόταν πολλές φορές στο μαγαζί, πήγαινα και 'γώ στο δικό του, τότε που άρχισα στο μαγαζί να δουλεύω κι εγώ. Ερχότανε κι έλεγε: Θέλω αυτό ή θέλω… Ο Παρασίδης ήτανε στην Εγνατία κι είχε παρακαταθήκη, όταν θέλαμε κάτι και δεν το βρίσκαμε στην Αγγλική Αγορά, το είχε ο Παρασίδης, σαν συνάδελφος…και μας έδινε πάντοτε ότι θέλαμε. Είχαμε αλληλεγγύη, γνωριμία, φιλία, δεν είχαμε επαγγελματικό μίσος κι αντιπάθεια. Θυμάμαι συγκεκριμένα όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου και πελάγωσα εγώ, ήρθε ο Παρασίδης, το είχε δώσει το μαγαζί του στον Ανθομελίδη, και τον λέω:

- Κύρ Χρήστο… κάνουμε κιθάρες …

τότε κάναμε πολλές κιθάρες…

-Γιατί τη λα μου τη βγάζει δυνατή ενώ οι άλλες υστερούν;

Και μου είπε το χαρακτηριστικό:

- Ψάξε, ψάξτο και θα το βρείς…

και ύστερα μου είπε και τ' άλλο:

- Άμα είσαι σ' ένα μέρος και πάς και κατουρήσεις εσύ έκανε κι έτσι… να το ‘χεις κρυφό…γιατί αν το πείς ο άλλος θα πάει να χέσει… Ήταν το '58 -'59

Όλοι οι Χαλκιδικιώτες είχανε βιόλες για το πανηγύρι, πιο πολύ φωνή…Αφού κι ο Καπούνταγλης, ο θρυλικός Καπούνταγλης, κατέστρεψε βιολιά, και γώ χάλασα δύο και ύστερα σταμάτησα…γιατί το βιολί το θέλανε να τσιρίζει, τ' ανοίγαμε του ξύναμε το καπάκι, το κάναμε λεπτό, το βάζαμε έτσι πάνω κι έφεγγε, το μέτρο μας ήταν αυτό, το φώς…και φουσκωτά βιολιά, τύπου «στάινερ» κι ύστερα από ορισμένο χρόνο…γυρίζανε, καταστρεφόταν τα βιολιά…Το 'κανα ένα δύο, ύστερα ήρθε κι έπιασε να τσιρίζει: - Λυπάμαι αγόρι μου, δεν ξαναπιάνω να χαλάσω τέτοια βιολιά…Κουρδίζανε ψηλά για να κοντράρουν το κλαρίνο…

Υπήρχαν τότε τα βιολοφόν…Τι πράμα ήταν αυτό; Ήταν ένα πράμα που απ' τον καβαλάρη απάνω, είναι όπως είναι το ρολόι του φωνογράφου που βγαίνει… τα παληά με τις βελόνες που ήταν… από εκεί ένα τέτοιο ήταν στο καβαλάρη απάνω, κι έβγαινε μ' ένα χωνί μικρό δίπλα…Ένα τέτοιο μου 'πεσε στο χέρι «Βιολοφόν»…βιολί καμωμένο για αυτή τη δουλειά, ήταν η κατασκευή έτσι, βιλοφόν, μου φέρανε ένα, δύο, αυτά ήταν και παίζανε σε κέντρα …τα φέρανε για επισκευές, για κολλήματα και τα είδα…ένα δύο αυτοί ήτανε…Το κουρδίζανε κι έβγαζε τον ήχο έξω…απ' τη βελόνα έβγαινε και πήγαινε στο χωνί ο ήχος…δεν είχε βελόνα, έπιασε τις δονήσεις από τον καβαλάρη…Απ' την αρχή μαζί με το βιολί ήταν για αυτή του δουλειά…Βιολοφόν…κι ο Καπούνταγλης έξυνε και φέρναν τα βιολιά ξυμένα…Αλλά και τη βιόλα την πήρανε και την κούρδιζαν βιολί γιατί ήθελαν ήχο…

Σαντούρια δεν κάνανε τότε, δεν είχε πέραση το σαντούρι, μάλλον δεν παιζόταν και πολύ εδώ πέρα…Ούτε στη Χαλκιδική…Ούτε και κιθάρες είχανε στα πανηγύρια με τη Χαλκιδική που δούλευα πάντοτε ή και δώ πάνω απ' τα βλαχοχώρια. Ως επί το πλείστον είχανε βιόλες λαούτο και κλαρίνα … και ούτια πολλές φορές. Το ούτι πήγαινε με τη βιόλα, το βιολί…πανηγύρια. Ή πιο φαρδειά βάζανε και κανα λαούτο μέσα…Ίσως κι όλα αυτά μαζί…Ούτε τουμπελέκια ούτε ταρμπούκες είχανε…

Ο πατέρας μου είχε φτιάξει και ένα είδος μαντολίνου, όχι καθ' εαυτού μαντολίνα. Τα δημιουργήσαμε εμείς τότε που κυνηγούσαν τα μπουζούκια… άλλο πράμα αυτό, επί Μεταξά…εγώ δε τους πρόλαβα ο πατέρας μου, μου τάλεγε. Μπουζούκι δε μπορούσε να κυκλοφορήσει στο δρόμο…επειδή τότε το μπουζούκι ήτανε μαζί με το χασίς…και τους κυνηγούσαν όλους παρόλο που στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ο Μουσχουντής. Ο Μουσχουντής ήταν αστυνομικός διευθυντής, φίλος του Τσιτσάνη, ρεμπέτης και ….σ' όλη την κυριολεξία. Κανονικά το μαντολίνο ήταν αχλάδι, οβάλ ή πλακέ . Επειδή τότε ήταν έτσι τα πράγματα, κάναμε ένα κιθαράκι μικρό οχτάρι, με κάτω κομμένο, για να κατεβαίνει το χέρι μέχρι κάτω. Τότε λοιπόν κάναμε αρκετά τέτοια και τα παίρναν οι μπουζουξήδες, λόγω των διώξεων. Οπότε…δεν ήταν μπουζούκι αυτό που κρατούσανε, ήταν αυτά τα κιθαρόνια. Με το καλούπι που έμεινε απ' το '40 κάναμε ένα πρόσφατα για το Φάμμελο, πιο πολύ σαν μαντόλα.

Ένα παληό καλούπι που καταστράφηκε ήταν οι μπαλαλάικες. Τότε είχαν έρθει μια ομάδα ρώσων προσφύγων από τη Ρωσσία. Και ανεβάζαν ένα πρόγραμμα στο Λευκό Πύργο. Λευκός Πύργος, τότε την εποχή εκείνη, εκεί που είναι το θέατρο σήμερα ήτανε μια αλάνα και μέσα κάναν πρωϊνά, απογευματινά. Απ' το Λευκό Πύργο μέχρι την Ηλεκτρική Εταιρεία ήτανε μαγαζάκια, πο κάναν απογευματινά, κι έπαιρνες το παιδάκι σου με το καροτσάκι το καλοκαίρι, ώρα πέντε-έξι, και παρουσίαζε ένα νούμερο…Είχε και μουσική, είχε και καραγκιόζηδες, είχε απ' όλα, σόου, και από τις

 

εννιά και μετά το κάναν κέντρο. Όταν λέμε μαγαζιά: από δώ μέχρι την Καμάρα τετράγωνο. Έκοβες το εισιτήριο και σου προσφέραν ένα παγωτό ήθελες, μια πάστα ήθελες, μια πορτοκαλάδα ήθελες, εισιτήριο στην είσοδο…Έπαιρναν πεντακόσια καθίσματα…Εγώ δεν πήγαινα μικρός αλλά πήγαινα το γυιό μου. Κράτησαν μέχρι το '65. …Σύγχρονοι τραγουδισταί, κάτι ταχυδακτυλουργοί για τα παιδάκια, κάτι σόου κάνανε για να γελάσουνε …κι ότι μοντέρνο τραγούδι πήγαινες και τ' άκουγες εκεί με μια ορχηστρούλα. Έτσι ήτανε τα πράγματα…αυτό που ήταν κοντά στο λευκό πύργο λεγόταν «Θέατρο του Λευκού Πύργου» εκεί που είναι το Βασιλικό Θέατρο σήμερα.Ένα παληό καλούπι που καταστράφηκε ήταν οι μπαλαλάικες. Τότε είχαν έρθει μια ομάδα ρώσων προσφύγων από τη Ρωσσία. Και ανεβάζαν ένα πρόγραμμα στο Λευκό Πύργο. Λευκός Πύργος, τότε την εποχή εκείνη, εκεί που είναι το θέατρο σήμερα ήτανε μια αλάνα και μέσα κάναν πρωϊνά, απογευματινά. Απ' το Λευκό Πύργο μέχρι την Ηλεκτρική Εταιρεία ήτανε μαγαζάκια, πο κάναν απογευματινά, κι έπαιρνες το παιδάκι σου με το καροτσάκι το καλοκαίρι, ώρα πέντε-έξι, και παρουσίαζε ένα νούμερο…Είχε και μουσική, είχε και καραγκιόζηδες, είχε απ' όλα, σόου, και από τις εννιά και μετά το κάναν κέντρο. Όταν λέμε μαγαζιά: από δώ μέχρι την Καμάρα τετράγωνο. Έκοβες το εισιτήριο και σου προσφέραν ένα παγωτό ήθελες, μια πάστα ήθελες, μια πορτοκαλάδα ήθελες, εισιτήριο στην είσοδο…Έπαιρναν πεντακόσια καθίσματα…Εγώ δεν πήγαινα μικρός αλλά πήγαινα το γυιό μου. Κράτησαν μέχρι το '65. …Σύγχρονοι τραγουδισταί, κάτι ταχυδακτυλουργοί για τα παιδάκια, κάτι σόου κάνανε για να γελάσουνε …κι ότι μοντέρνο τραγούδι πήγαινες και τ' άκουγες εκεί με μια ορχηστρούλα. Έτσι ήτανε τα πράγματα…αυτό που ήταν κοντά στο λευκό πύργο λεγόταν «Θέατρο του Λευκού Πύργου» εκεί που είναι το Βασιλικό Θέατρο σήμερα. Εκεί παρουσίαζε θέατρο. Ήταν λοιπόν στο θέατρο και αυτοί οι ρώσοι τους έκαναμε τότε μπαλαλάϊκες. Μπαλαλάϊκα είναι από τόση… μέχρι τόση… Ακολουθεί τη σειρά των βιολιών. Κάναμε και τόμπρες… Τόμπρες είναι σαν καρπούζι κομμένο στη μέση. Αυτοί ήσανε ιδιώτες. Ξελιγωμένοι ερχότανε και λέγαν στον πατέρα μου:

- Θα μας κάνεις αυτό θα μας κάνεις το άλλο…

Με δόσεις πληρώνανε …ήτανε πρόσφυγες. Κάποιος επιχειρηματίας τους πήρε και παίζανε πολλά κομμάτια. Ήταν πρίν απ' το '40... '35…'36…'37 κάπου εκεί. Εγώ ήμουνα πιτσιρίκος, δεν πήγα. Ο πατέρας μου όμως πήγαινε το βράδυ πρώτα-πρώτα για να πάρει χρήματα… Παίζανε βέβαια με φυσικό ήχο. Δεν υπήρχανε τότε μηχανήματα. Ένα περιστατικό θα πώ:

Ήταν το '47, στρατιώτης ήμουνα. Πήγαμε στο Παλλάς, ήταν και Θέατρο. Ήτανε η Βέμπο μέσα. Και τότε βγήκαν με το μικρόφωνο… Και το μικρόφωνο έκανε διακοπές: γκρινγκριν έτσι… Ζοχαδιάζεται μια Βέμπο … το δίνει μια στο ντουβάρι έτσι … Και κάθεται και βγάζει το πρόγραμμα χωρίς τίποτα. Δεν μπορούσες να βγείς έτσι, άμα δεν είχες… Πρώτα όλα τα μηχανήματα ήταν της πλάκας, περισσότερο φασαρία κάνανε…
Θυμάμαι στο Θέατρο του Λευκού Πύργου, ήταν ένας Γκρεκόρ, και παρουσίαζε ένα σόου. Έβγαζε μια κορώνα διαρκείας κι ένας πήγαινε από πίσω και έκανε σαν τον κούρδιζε. Εκείνος: όοοοοοοοο… Τόσο συνέχεια, ήτανε φύσει αδύνατο να βγεί αυτό το πράγμα. Τότε όταν έλεγες θέατρο, όλοι τραγουδούσανε…. Παρουσιάζονταν τότε οι οπερέττες, το ελαφρό το θέατρο ήταν και οπερέττα. Στο θέατρο πάλι του Λευκού Πύργου, επί Μεταξά, βγήκε ο Λογοθετίδης, νομίζω, και είπε το :

- Μετάξι, μετάξι, το λάδι πήγε στα δεκάξι και το ψωμί έχει πετάξει…

Δεν κατέβηκε από το πάλκο, τον πήρανε κουβαλητό κι είχε γίνει σούσουρο:

- Θα το πώ και ας το πιώ, είπε.

Γιατί τότε η τιμωρία ήταν ρετσινόλαδο και κάθισμα πάνω σε μια κολόνα πάγο, ξεβράκωτος….

Όλα αυτά στο Λευκό Πύργο. Μετέπειτα ήταν και το Βασιλικό το παληό προτού γκρεμιστεί και ξαναγίνει…και κείνο ήταν ένας πελώριος στάβλος, αλλά και κεί μέσα μαζευότανε άνθρωπο που τραγουδούσανε, δεν ήτανε παίξε-γέλασε. Όλο το ελαφρό θέατρο, όλοι τραγουδούσαν… Από μουσικά όργανα ήτανε βιολιά, μαντολίνα, κιθάρες, οπερέττες ανεβάζανε ως επί το πλείστον…το μπουζούκι δεν πέρασε ποτέ από κεί… Το δημοτικό τραγούδι, ήτανε ένα μαγαζί, που είναι η λέσχη των αξιωματικών, που πηγαίναν οι σμυρνιοί, και έπαιζε: Βέζος-Αγάπιος. Ο Αγάπιος, πατέρας του Χατζηνάσιου….και πήγαιναν όλοι οι σμυρνιοί εκεί. Ο Αγάπιος έπαιζε κιθάρα και λαούτο και ούτι. Ούτι όχι πολύ, λαούτο έπαιζε και σιγοντάριζε το Βέζο που τραγουδούσε τα σμυρνέϊκα. Στην οπερέττα ήταν τότε ο Βαφτιστικός, η Γυναίκα του δρόμου…Του Χατζηαποστόλου ήτανε πολλά. Όταν ανεβαίνανε αυτοί απάνω και τους έπιανε το γλυκό τους, δε σταματούσανε και δε κυττάζαν ώρες, δεν τίποτα. Βγαίναν κι όσο τους χειροκροτούσαν τόσο φωνάζαν περισσότερο αυτοί. Ήταν ότι, πολλές φορές κι ένα θέατρο, ένα μαγαζί, τραγουδούσε όλο μαζί…Όταν λέγαμε κέντρα έτσι ήτανε.

 

Απ' τους παληούς του μπουζουκιού, στο μαγαζί ερχόταν κι άφησε το στίγμα του o Καμπουρέλος…ήταν πολύ μεγάλος παίχτης. Ο Τσιτσάνης κανα δυο τρείς φορές πέρασε, δεν έμενε στη Θεσσαλονίκη και πολύ, και κανα δυό τρείς φορές ήρθε για επισκευές και καθόταν…γρατζούνισε λίγο. Αυτοί ερχόταν την ώρα που κλείναμε…Τα φέρναν το πρωί και τα παίρναν το βράδυ, πηγαίναν κοιμόταν κι ύστερα ερχόταν…Ο Καμπουρέλος, ο Νταμαλόγιας, ο Σωκράτης…κρατιέται ακόμα. Τότε ήταν φωτοβολίδα καλή, είχαν κι ένα γύφτο κιθαρίστα, τον Γρηγόρη, τεμπίστας φοβερός, αυτός ήταν βιολίστας, παράτησε το βιολί κι έπαιζε κιθάρα, φοβερός… Όλοι αυτοί που παίζανε, ιδίως τα μπουζούκια, την εποχή εκείνη, επειδή δεν υπήρχαν μηχανήματα, και έπρεπε να χτυπάνε την πένα…Τότε το μπουζούκι ήταν τρίχορδο που κυκλοφορούσε, και οι απάνω οι χορδές ήτανε τρείς, σύνολο εφτά, και βάζαν και ψηλά, γιατί άμα το χτυπήσεις ο παλμός είναι ανάλογος με το ύψος που έχει η χορδή από το τάστο, αναγκαζότανε και σηκώναν το καβαλάρη ψηλά…με αποτέλεσμα τα δάχτυλα τους όλα να έχουν κάλους . Το καντίνι ήταν τριπλό, και αναγκαζότανε το βράδυ, αυτό μέχρι το '70, και επειδή πονούσανε τα χέρια τους τα βάζαν στο αλατόνερο…Θυμάμαι όταν ήρθε ο Τσιτσάνης ο θρυλικός , γύρω στο '52-'53, στο παληό το μαγαζί, και μ' έφερε το μπουζούκι κάτι να του κάνω, του λέω:

- Πώς παίζεις εσύ μ' αυτό το πράμα;

- Αν δε χτυπήσουμε δεν ακουγόμαστε…

Τα μηχανήματα δεν υπήρχαν τότε. Τότε θέλαμε το όργανο και να ακουστεί και να μη τρίξει…

 

Η κιθάρα άρχισε να φαίνεται βγαίνει μπροστά με τα Τρίο…Και πάλι ύστερα σταμάτησαν και άρχισαν να γεμίζουν την αγορά με ιταλικές…το '50, κράτησε μια δεκαετία, κι έβγαλε εδώ πέρα η Θεσσαλονίκη, είχε: το Τρίο Καντσόνε, το Τρίο Λα Μαριάκα, το Τρίο στην Αγιά Τριάδα πως το λέγανε…γιατί κι ο Πασχάλης από κείνο είναι…Το Τρίο Καντσόνε έπαιζε κιθάρα, και τραγουδούσαν, μάλιστα τον έναν τον γνώριζα κι από μωρό, από παιδί, με την μητέρα του καθόμασταν στη Σωκράτους εδώ Αγίου Δημητρίου κοντά… και τη γιαγιά του ήξερα…τώρα έχει εκδοτικό οίκο, Φίλιππος Παπαθεοδώρου, στην Αθήνα…είναι ο πρίμος… Η τρίτη η κιθάρα ήταν μικρή και κουρδιζότανε Λά. Η πρώτη χορδή γινόταν Λα, οι υπόλοιπες αντίστοιχες όλες… ήταν λιγάκι μεγαλύτερη από τέταρτο, και κάναμε απ' αυτές ουκ' ολίγες, και εμ την κανονική…και βγάζαμε και μπάσες κιθάρες λιγάκι πιο μεγάλες και πιο βαθιές… Η μεσαία κιθάρα ήταν κανονική και η μπάσα ήταν κανονική, αλλά την κάναμε λίγο πιο βαθειά στο φάρδος και γινόταν πιο μπασαδούρα, έβγαζε πιο βαθύ ήχο, το μέγεθος το ίδιο και κουρδιζότανε κανονικά μι σι σολ ρε λα μι…Η πρώτη κουρδιζόταν μια τετάρτη πάνω κι έπαιρνε τα σόλα. Τότε ήταν κι ένας κάτω στην Αθήνα που ‘κανε κιθαρόνια και τα πληρωνότανε βαπορίσια. Δηλαδή είχε κάνει αυτά τα πρίμα τα κιθαρόνια και τα πληρωνότανε και γώ δε ξέρω πόσο. Τότε είχαμε ξεκινήσει και κάναμε κιθάρες για τα Τρίο, ξεκινήσαν από τρείς εγγλέζικες λίρες και φτάσαν μέχρι πέντε, γιατί το νόμισμα τότε ήταν λίρα εγγλέζικη. Το Τρίο Καντσόνε…και ο Γιώργος που ήταν ο μπάσος … ήταν ο πρώτος άνδρας της Μούσχουρη, ο Πιτσίλας ο Γιώργος. Και οι τρείς ήταν πολύ καλοί. Ξεχώριζε ο Γιώργος ο Παπαθεοδώρου…κι Κωστάκης ήταν ο πρίμος τους…το επίθετο δεν το θυμάμαι, όλοι μαζί στην Αθήνα πήγανε.

Τον καιρό του Τρίο κράταγαν ακόμα και οι μαντολινάτες, Ήτανε η μαντολινάτα του Θερμαϊκού, οι σιδηροδρομικοί, ήταν η μαντολινάτα του Μεγαλέξαντρου, του Ορφανοτροφείου, συνέχιζαν από παληά με κλασικό ρεπερτόριο…Το μαντολίνο τό κράτησαν οι Ακαδημίες. Όλες οι Ακαδημίες οι παιδαγωγικές είχαν μαντολίνα. Ή μαντολίνο ή βιολί…αλλά στο βιολί δεν μπορούσαν να πάνε πολλοί και παίρναν τα μαντολίνα. Στις Ακαδημίες πουλούσαμε και εκατό μαντολίνα τη χρονιά, εμείς σα μαγαζάκι…Θυμάμαι όταν πέθανε ο πατέρας μου, είχα ένα πατάρι μαντολίνα, καμιά τριανταριά…κι έπαθα ένα σόκ μ' ένα δάσκαλο…Αυτούς τους είχε ο ..., κι έπαιρναν ποσοστά. Έδωσα ένα μαντολίνο σ' ένα παιδάκι κι έρχεται τρέχοντας ο άνθρωπος και μου λέει:

- Ο δάσκαλος μου είπε ότι δεν είναι καλό…να μου δώσεις τα λεφτά μου πίσω…

- Ευχαρίστως αγόρι μου να στα δώσω πίσω, αλλά πές το δάσκαλο σου, να σε γράψει που υστερεί και ποια είναι τα ελαττώματα του, να το υπογράψει, και να μου το φέρεις να σου δώσω τα λεφτά του. Κι, αυτό το χαρτί, θα πάρω και το μαντολίνο, και θα πάω στο Δέλλα στο διευθυντή του ωδείου. Αν αυτός, ο διευθυντής του ωδείου, το βγάλει ότι είναι σωστό, θα σου κάνω μήνυση, κι εσένα και το δάσκαλο…

Σε μισή ώρα βλέπω ένα ταξί και σταματάει στο μαγαζί μπροστά…

Ο Χρήστος ο Δέλλας… Μορφή. Και τώρα ακόμα που το λέω …Μια φορά ήρθε ένας γύφτος, τότε είχε πεθάνει ο πατέρας μου, με το βιολί.

–Βάλε με ένα καβαλάρη...

τον έβαλα ένα καβαλάρη:

- Κατέβαστον κι άλλο, κατέβαστον κι άλλο, κι άλλο…

ύστερα άρχισε να τρίζει το βιολί…. Τσίριζε…Τότε εγώ, μόλις είχε πεθάνει ο πατέρας μου, κι έμενα μόνος μου, κι ήμουνα θολωμένος ακόμα. Άρχισε να τσιρίζει αυτός… Τώρα να κι ο Χρήστος ο Δέλλας, πάντοτε με το τσιγάρο στο στόμα, τον λέει:

- Τι φωνάζεις ρέ; ….

- Να λέει, αυτό κι αυτό . Ανοίγει τη θήκη του βιολιού του ο Δέλλας, βγάζει ένα καβαλάρη και μου λέει:

- Βάλτον εκεί πού νομίζεις εσύ…

Σ' ένα τεταρτάκι τον ετοίμασα...τον βάζω απάνω, του λέει o Δέλλας :

- Πάρτο...

- Είναι ψηλά

Λέει ο Δέλλας:

-Αν θέλεις ένα χαμηλό, πάρ' τον άλλο τον καβαλάρη και βάλτον απάνω

Γυρίζει και σε μένα και με λέει:

-Άλλη φορά φορά θα κάνεις αυτό που ξέρεις εσύ και έμαθες απ' το μπαμπά σου…τον κάθε κερατά να μην τον ακούς ….

Ο γύφτος τσατίστηκε …Του λέει ο Δέλλας:

- Είμαι διευθυντής στο ωδείο

Κόλωσε ο άλλος, και μ' έμεινε εμένα από τότε ο Δέλλας που πήρε τέτοια θέση…

-Ότι έμαθες κι ότι σ' έδειξε ο μπαμπάς σου και νομίζεις εσύ, αυτό είναι το σωστό…

Και τότε μου είπε και το άλλο:

-Όλοι οι μουσικοί τα έχουμε τριακόσα … και γώ μέσα σ' αυτούς είμαι

Γιατί τότε η οκά ήταν τετρακόσα. Η οκά είχε τετρακόσα δράμια, και, λέει, οι μουσικοί όλοι τα έχουν πιό λίγα … τριακόσα. Ο Χρήστος ο Δέλλας ήταν διευθυντής στο Κρατικό Ωδείο εκείνη την εποχή, και το Κρατικό Ωδείο είναι στην παραλία, που είναι το άγαλμα της Αντίστασης, μέχρι και το 52 πρέπει να ήταν εκείνο το ωδείο. Ήταν ο Χρήστος ο Δέλλας, ο άλλος που ήταν καθηγητής μαθηματικός, ο ψηλός, δίδασκε ανώτερα μαθηματικά στον Ευκλείδη…μου διαφεύγει το όνομα του και δίδασκε βιολί, ο Παπαναστασίου. Ο Δέλλας ήταν νομικός αν δεν απατώμαι…

 

Ύστερα ο Χατζιμιχάλης, άλλη μορφή… Μαντολινάτα. Όταν λέγαν μαντολινάτα, λέγαν Χατζιμιχάλης. Μια μαντολινάτα, τύφλα να 'χε η συμφωνική…60 μαντολίνα. Εγώ τους είχα τότε, κατασκευές, επισκευές… είχαμε και το καλούπι του πατέρα μου, οι μαντολινάτες κράτησαν μέχρι το '55-'60… Ήταν η μαντολινάτα του Χατζημιχάλη… αυτή ήταν των σιδηροδρομικών του Χατζημιχάλη, ήταν η μαντολινάτα που είχε η Καλαμαριά, ήταν η μαντολινάτα που είχε το Παπάφη, ήταν η μαντολινάτα που είχε ο Μέγας Αλέξανδρος…Κλασικό ρεπερτόριο. Ότι παίζεται στο βιολί, το ίδιο πράγμα…μαντολίνο, μαντόλα, μαντολοτσέλλο. Κι είχανε στο Μέγα Αλέξανδρο, είχανε και δυό αρμόνια με πετάλια…Πατούσες έτσι κι έκαναν αέρα, κι έπαιζαν από πάνω…Το είχανε κανα δυό φορές και διόρθωσα τους μηχανισμούς… .

Την εποχή εκείνη με τις κιθαρίτσες, με τα τρίο και με τις μαντολινάτες βγάζαμε λεφτά γιατί ο Μέγας Αλέξανδρος έπαιρνε μαντολίνα από εδώ…Πρώτα-πρώτα τα σπάζαν εκεί πέρα, και μια φορά το μήνα είχαμε μια βδομάδα δουλειά από εκεί πέρα...Τα παιδάκια,ήταν θηλέων κι είχε 10,12 χρονών μέχρι 18, πλακωνότανε στο ξύλο και τα σπάζανε... Παιδάκια ήτανε. Πήγα πολλές μέσα εκεί πέρα, Πανδαιμίνιο ήτανε. 80-100 παιδιά ήτανε εκεί μέσα…Αφού ο δάσκαλος που ήτανε τότε ένας παληός, δάσκαλος που πήγε μέσα εθελοντικά, ο Θοδωράκης, αναγκάστηκε κι έφυγε… Όταν βγήκε στη σύνταξη, πήγε και δίδαξε μαντολίνο, τσάμπα…Όπως κι ο Κατερίνης που ήτανε στη μπάντα του Παπάφη κι αυτός τσάμπα στο Παπάφη, έπαιζε μπάσο στο ωδείο και στη συμφωνική κι έκανε πνευστά στο Παπάφη, τσάμπα…Όταν ο Θοδωρής σηκώθηκε κι έφυγε, ύστερα πήρανε κανα δυό που πληρωνόταν… Στην πρόβα μέσα πρέπει να ήταν καμμιά σαρανταριά-πενήντα παιδιά, γιατί ερχότανε το φορτηγάκι και μ' έφερνε μαντολίνα, σπασμένα…

 

Γύρω στο 60 μπήκαμε δυναμικά στην κατασκευή του μπουζουκιού…αλλά και από παληά που άρχισα να πηγαίνω στο μαγαζί και ‘γώ το '48, '49 κάναμε μπουζούκια και μπορώ να πω ότι προμηθεύαμε και μαγαζιά, το Βεργιάδη τότε, την Αγγλική Αγορά…Τότε που έκανα κόπια το μπουζούκι απ' την αφίσα για τον Χιώτη, θέλανε φιγούρες. Τη φιγούρα την είδα εκεί πέρα, μ' άρεσε κι εμένα, λέω πως θα την κάνουμε κόπια, και πήγα μ' ένα μ' ένα ξυράφι, τσάκ-τσάκ-τσάκ, να μη μας πάρουν και χαμπάρι γύρω-γύρω κανα δυό φίλοι, την έβγαλα κι ύστερα την έκοψα στη μέση και κάθησα και την τροποποίησα και την έφερα ακριβώς.

Τελευταία ασχολούμασταν με μπουζούκι κι είχε ψωμί. Τώρα φάνηκαν κάτι κιθάρες που βγήκαν στην επιφάνεια κάτι που ούτε ηχητικά με κάλυπταν ούτε και αισθητικά. Και λέω για βάστα ρε παιδί μου, την τεχνογνωσία την έχουμε, υλικά από ελίτ και πάνω…στάσου να πιάσουμε να κάνουμε. Από το το '50 ξεκίνησαμε να κάνουμε εντατικά κιθάρες. Η κιθάρα για μια δεκαετία ήταν το βασικό, ξεκινούσαμε να βγάλουμε 20 κιθάρες το μήνα, και όλα στο χέρι… Όταν άνοιξα εγώ το καινούργιο μαγαζί, κι ο Νίκος είχε έρθει, όταν πιάναμε να κάνουμε κιθάρες κολλούσαμε 50 καπάκια…Γιατί είχαμε πάρει κάτι λίγα μηχανήματα, για να βγάλουμε τις τρύπες στα φιλέτα, τα κολλούσαμε τα τέτοια …αυτό για να το κάνεις οδηγό, θέλεις μισή ώρα…απ' τη στιγμή που το κάνεις οδηγό είναι ένα λεπτό η τρύπα…Αφού είχα ξύλα κολλούσα τα καπάκια και τα περνούσα. Το '60, '70 άρχισα να κάνω εισαγωγές, ύστερα έκανα σπασμωδικά κανα δυό το χρόνο αν ήταν παραγγελία… Και τώρα πάλι, ξεκίνησα λίγο-λίγο, δειλά- δειλά... Βάλαμε πάλι μπρός και το ούτι. Το ούτι είναι απλό αλλά επειδή έχει πολύ λεπτά ξύλα θέλει λεπτομέρεια στη δουλειά του και όλη αυτή η δουλειά, δεν πληρώνεται. Βγάζει η Τουρκία, κι έρχονται:

- Θέλουμε ένα ούτι … πόσο κάνει;

- Ενάμισυ χιλιάρικο…

- ……

Έχω δεί πολλά ούτια του πατέρα μου αλλά δεν έχω κανένα. Και τώρα, όπως και παλιά, η μετάδοση στους νεότερους γίνεται με την εμπειρία…Τους έχω λάσκα αλλά φωνάζω, φωνάζω και μαλώνω… Προσπαθούμε και με αποτελέσματα, αλλά δε μπορούμε να φτάσουμε στο επίπεδο να γίνουμε και …τσιμούρια.

 

Πέρασε από 'δώ πολύς κόσμος... Δεν τους θυμάμαι όλους, και πολλοί δε λέγανε το όνομα τους... Θυμάμαι μια περίπτωση, ήρθε ένας, και κάθησε και μ' έπρηξε το σ'κώτι, πέρα δώθε, κι εκείνο κι εκείνο και τ' άλλο…και στο φινάλε έρχεται ένας δικός μου, γνωστός και λέει αυτός είναι ο Τάδε οργανοποιός από την Αθήνα…

Έχω γνωρίσω ανθρώπους που λέν πέντε πράγματα και τα πιστεύουν και λές αυτά που λέει είναι σωστά και πρέπει να ψαχτώ, κι είναι άλλοι που με λέν αηδίες και λέω ….πάρε δρόμο και φύγε… Μια φορά ένας ήρθε και έφερε χαρτιά. Θα κάνουμε αυτό θα κάνουμε εκείνο…-Μπορείς να το κάνεις αυτό ; Λέω, μπορώ να το κάνω, ένα πράμα τόσο σαν κιθάρα μικρή…έφερε σχεδιαγράμματα ένα σωρό. Μαθηματικός, αρχιτέκτων τι ήτανε…Του λέω:

Αυτό που θές εσύ, και κεί που λές να κάνεις την τρύπα, εκεί θα κάνεις τον καβαλάρη δεν θα βγάλει ήχο

Λέει: - Κάντο εσύ!

- Θέλω τόσα για να το κάνω .

Λέει: - Θα κάνουμε πατέντα…

- Άσε τι θα κάνεις εσύ, εγώ θέλω τόσα για να το κάνω, δώσε τα μισά για να το ξεκινήσουμε…

Το ξεκίνησα, όπως του είπα, άρχισε να μου λέει …

- Άνοιξε την τρύπα

Του λέω: - Εδώ, που έβαλες τον καβαλάρη, το πνίγει το όργανο, ο καβαλάρης πρέπει να είναι εκεί για να πάλλεται το ηχείο …

Τελικά είδε κι αποείδε, ούτε ξαναφάνηκε.

 

Σήμερα στο δικό μας τον κόσμο, τον επαγγελματικό, η πιο αντίκα είμαι εγώ…και θυμάμαι πράγματα και καταστάσεις που για τους νέους είναι εντελώς άγνωστα…Μέχρι τώρα ποιος ενδιαφέρθηκε να ακούσει και να δεί... Θυμάμαι κάποτε, όταν του Τρικολίδη το ωδείο μόλις είχε παρουσιαστεί, κι ήταν στην Αριστοτέλους, ήταν ο Δημήτρης ο Ιωάννου. Με φώναξε ένα βράδυ με καλούπια, με διαόλοι με τριβόλοι, και πήγαμε. Μάζεψε τους μαθητάς του όλους για να τους δείξω πώς γίνεται η κιθάρα….και με πήρε με τ' αυτοκίνητο ύστερα και τ' αφήσαμε στο μαγαζί…

 

* Βλέπε: Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος

Βίντεο