Και ενεδύσατο σάκκον και έβαλε στάχτην εις την κεφαλήν αυτού*

 

Ο πάγκος που 'χουμε και τώρα στο εργαστήρι μας, είναι ρούσκους. Δηλαδή ρωσικός. Mου τον έχει στείλει ο θείος μου. Γιατί έχω δυό θείους καλογήρους, και μου τον είχαν στείλει απ' το ρωσικό το μοναστήρι...που είχε και μαραγκούς.
Παληά, επί Τσάρου, το ρωσικό το μοναστήρι είχε τόσο χρήμα. Πήγαινες εκεί πέρα, σε φιλοξενούσαν χωρίς συζήτηση και φεύγοντας σου έδιναν και ένα μετζίτι. Ύστερα στην Κατοχή που σκυλοπεινούσανε βγάζαν και πουλούσαν οτιδήποτε. Τότε ο θειός μου, ήθελε να μου κάνει ένα δώρο και με 'στειλε ένα πάγκο, και διάφορα εργαλεία ξυλουργικά και μεταξύ αυτών μια πλάνια, τέτοια, ασήκωτη, επειδή κάναμε σκάφες.

Ο θειός μου, ο Αγαθάγγελος, μου 'λεγε ότι στο ρώσικο το μοναστήρι, επί Τσάρου, ερχότανε κάθε μήνα ένα βαπόρι και έπαιρνε το εργόχειρο όλων των καλογήρων, κι έφερνε ότι τους ζητούσαν. Και αφού έφερνε τι έφερνε, έφερνε και τα σακούλια με τις λίρες για να ενισχύσει το μοναστήρι. Μέσω του Ευξείνου Πόντου ερχότανε βαπόρι, ολόκληρο κάθε μήνα. Ότι έκαναν οι ασκηταί τα μάζευε η Ρωσσία και πηγαίνανε εκεί: Κομπολόγια ήθελες, κομποσκίνια ήθελες, σικουλνάκια ήθελες, λουλδιά ήθελες, σφραγίδια ήθελες... Όλα αυτά τα…χειροτεχνήματα, όλο το εξαγώγιμο, πηγαίναν στη Ρωσσία. Οι σκήτες και τα μοναστήρια, τα δίνανε όλα, στο μοναστήρι το ρωσικό, με λίρα χρυσή. Στην τσαρική τότε Ρωσσία ήτανε...

Επί των ημερών όμως που ήμουνα εγώ, που ήταν κι ο θειός μου, σκυλοπεινούσανε. Πουλούσαν οτιδήποτε. Ήμουν στη σκήτη της Αγίας Άννης, στο κάβο απάνω. Ήταν ένα ιδιότυπο καθεστώς. Η σκήτη της Αγίας Άννης υπαγόταν στη Λαύρα, αλλά πηγαινοερχόμασταν στο ρώσικο. Ξέραν ότι εκεί πουλάν αυτό…Το ρωσικό το μοναστήρι έχει εκείνο…Πήγαινες κι έπαιρνες, δυό πάγκους... ότι ήθελες είχε.

 

Κάτω είναι ο ξενώνας, ξενώνας πραγματικός…Να δείς την καμπάνα, η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου είν' εκεί. Η καμπάνα αυτή είναι τέσσερα πατώματα. Όταν ξεκινάει και παίζουν, είναι με μαέστρο που διευθύνει, ολόκληρη συμφωνία είναι, έχει τριάντα-σαράντα καμπάνες μαζωμένες, και στη μεγάλη το γλωσσίδι ήτανε τόσο που το τραβούσαν δυό καλόγεροι: Ντοούν… Τώρα σωπαίνει. Δεν την πρόλαβα. Συμπτωματικά όμως συνέβη να την ακούσω. Ποιος ήταν να ρθεί... κι ανέβηκαν κανα τεταρτάκι απάνω, όλοι οι παληοί, οι αντίκες…

Εγώ πως πήγα εκεί; Πονούσε το δόντι μου και πήγα…Πήγαμε εκεί πέρα στον οδοντίατρο. Είχε οδοντίατρο.

- Δεν είναι τίποτα, δεν έχει τίποτα

Επειδή όμως ξέραμε την κατάσταση που επικρατούσε, του λέω :

- Γέροντα, έχω ένα καλάθι γόπες, ψάρια, κι ένα πεντακοσάρι τσίπουρο και μια πίτα ψωμί

... ένα ψωμί δυό τρείς οκάδες.

-Έ κάτι θα γίνει, φέρτο εδώ και βλέπουμε.

Κι ύστερα όταν βρήκε και εργαλεία και λάδια και ξύδια και φάρμακα και τα 'βαλε, λέει:

- Ό,τι θέλεις, να ρθείς... να ρθείς.

Εν τω μεταξύ εκείνη τη μέρα κάτσαμε στο γεύμα των καλογήρων. Κοινόβιο ήτανε, είχε κάτι φακές μαύρες-μαύρες και τις κυνηγούσαν με το τουφέκι κι ένα ψωμί τόσο δά…

Ήμουνα δεκαεφτά χρονών τότε. Είχα πάει στους θείους μου για να μάθω ζωγραφική. Δεν ήταν μόνο, ήταν δύο οι λόγοι. Ήταν κι η ανώμαλη κατάσταση στην κατοχή αλλά και είχα λίγο τάση στη ζωγραφική. Μου είπαν έλα να μάθεις. Αλλά περισσότερο αυτοί θέλαν να με κάνουν καλόγερο.

Ο Αγαθάγγελος και ο Νεόφυτος…

Ο Αγαθάγγελος ήταν φοβερός ζωγράφος, αγιογράφος. Ο Νεόφυτος περισσότερο έμπορος, αυτός έψαχνε κι έβρισκε δουλειές, τον περισσότερο χρόνο ήταν έξω. Ο άλλος απ' την εποχή που πήγε, δυό τρείς φορές βγήκε έξω. Μια ήταν που πήγε κι έκανε μια Πλατυτέρα στον Πειραιά και δούλευε ένα μήνα ανάσκελα. Για να του δώσουν την άδεια να ζωγραφίσει, έπρεπε να έχει πτυχίο των καλών τεχνών και πήγε και έδωσε εξετάσεις. Το πήρε το χαρτί, και στρώθηκε ύστερα ανάσκελα και έκανε μια …Πλατυτέρα, οχτώ μέτρα... Του ζήτησαν πτυχίο, επειδή ήτανε βυζαντινός ναός αυτός και δε μπορούσε να πάει ο κάθε άσχετος. Την έκανε δωρεά ένας Καλλέργης … λεφτάς.

Τον πρώτο χρόνο ανακατεύτηκα λίγο με τη ζωγραφική, ύστερα σφίξαν τα γάλατα, ο κόσμος δεν είχε πολύ δουλειά, αναγκαστήκαμε και βγήκαμε στη γεωργία: εληές, πορτοκάλια, βάρκα, ψάρια, παραγάδια, δίχτυα…

Βγάζαμε το λάδι της χρονιάς και περίσσευε κιόλας. Κι όλα αυτά γινότανε με τα χέρια. Μόνο στάρι δεν είχε. Δίναμε ψάρια και παίρναμε στάρια. Η μαύρη αγορά η μεγάλη, γινότανε στην Αμμουλιανή, στον Άγιο Δημήτρη και στα Πυργαδίκια. Γόπες...τις παστώναμε και μαρίδα, αυτά που τα βάζαμε στον τενεκέ και φεύγανε. Κάναμε κανονικό πάστωμα, μπορεί να κρατούσε κι ένα χρόνο. Πήγαινε στη Χαλκιδική, καταραμένη φτώχεια τότε και πηγαίνανε ο κόσμος στα χωράφια, παίρνανε και δυό ψάρια.

Τα παστώναμε τότε τα ψάρια...Για να μη βρωμάει το κεφάλι, το πατάς έτσι…και σπάζεις τον εγκέφαλο, το βάζεις μέσα σε ένα πανέρι με αλάτι, τρέχουν τα νερά μια δυό μέρες κι ύστερα το αραδιάζεις.

Έμαθα να μπαλώνω και να αρματώνω δίχτυα. Όταν χιόνιζε, τα παίρναμε πάνω και τα μπαλώναμε. Η ζωγραφική ήτανε τον πρώτο χρόνο, και ύστερα…ζέψιμο.

Με τη ψαλτική… Δεν ήμουνα ποτέ πολύ καλός σ' αυτά, αλλά δεν έμεινε και καιρός. Παρακολουθούσα όμως τις ακολουθίες. Διάβαζα τον Απόστολο, σαν αναγνώστης διάβαζα. Επειδή το κάθε σπίτι είχε και την εκκλησία του μέσα - κι εκεί θα διαβάσουμε Όρθρο και Παράκληση και Εσπερινό και Απόδειπνο- όλα αυτά τα διάβαζα κι όταν κάνανε λειτουργία κάθε μήνα, κάθε δεκαπέντε μέρες, που κάνανε λειτουργία, εκεί έλεγα και τον Απόστολο και σαν αναγνώστης διάβαζα, αλλά στο μεγάλο απάνω, ήτανε ένα μέρος που πήγαιναν οι δόκιμοι και 'κεί δεν είχαμε επαφή αλλά βλέπαμε όλη την τελετουργία και την παρακολουθούσαμε. Και λειτουργίες και αγρυπνίες. Τον πρώτο χρόνο ήτανε το πολύ, ύστερα σαν μπλεχτήκαμε με τη θάλασσα, δε γινότανε…

Ευτυχώς εκεί επάνω δεν ακολούθησα τουλάχιστον την καλογερική ζωή. Πού να σηκώνεσαι τη νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τις ακολουθίες, τα σκαμπανεβάσματα, τις μετάνοιες, τις εξομολογήσεις και τα τέτοια. Διάβαζαμε τον Εσπερινό, τον Απόδειπνο και πηγαίναμε και κοιμόμασταν. Είχα ένα καντήλι, ένα φανάρι και διάβαζα. Χειμώνα η ώρα επτά, οκτώ, συμμαζευόμασταν. Θα σηκωνόταν ύστερα το πρωί, μία, δύο, να πιάσουν ακολουθία. Όρθρου βαθέως...Επειδή εγώ δεν ήμουνα σαν καλόγερος, είχα εξαίρεση απ' αυτά. Πολλές φορές όμως όταν είχαμε Λειτουργία στο σπίτι μέσα σηκωνόμουν. Αλλά στον Όρθρο που ξεκινούσε από η ώρα τρείς. Όχι.

Όσο είχε το λυχνάρι λάδι, θα διάβαζα: Παλαιά Διαθήκη... Και το κακό ήταν ότι ήτανε γραμμένη σε παλαιά γραφή, τα μακρά, εκείνα τα συνοπτικά. Και ως που να τη μάθω εκείνη, ως που να την ερμηνεύσω... Μπορώ να σου πω ότι δυο σελίδες έκανα τρεις ώρες. Αλλά επέμενα. Η Παληά Διαθήκη δεν έχει καλούπια, είναι πολύ πιο ανοιχτή. Περισσότερο μπορούμε να το πούμε ως ένα ιστορικό βιβλίο παρά ως ένα θρησκευτικό. Γιατί έλεγε στραβωμάρες πολλές...και μ' άρεσε που το διάβαζα. Έχει συγκρούσεις πολλές. Μπλεκόταν η ιστορία με τη θρησκεία. Σε βάζει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Ύστερα η θρησκεία, σαν θρησκεία, σε βάζει όρια, σε λέει : - Θα δείς εκεί....

Είχε ένα με το Δαυίδ. Ο βασιληάς ο Δαυίδ και υμνογράφος. Είδε μια που λουζόταν στις κρήνες … και φώναξε τον υπηρέτη και του λέει:

- Αυτήν ποιος την έχει;

- Ααα είναι του αξιωματικού εκείνου η γυναίκα…

λέει ο υπηρέτης. Έστειλε ο Δαυίδ τον αξιωματικό στον πόλεμο και την πήρε αυτήν για τα περαιτέρω. Γύρισε καμιά φορά ο άντρας, το έμαθε και πήγε στο Δαυίδ το βασιληά. Ο βασιληάς ο δίκαιος, ο Δαυίδ. Του λέει:

- Ω Βασιλεύ, είναι ένας, που 'χε γυναίκες παίδες και παιδίσκας και είδε μία αίγα και έστειλε το νοικοκύρη στον πόλεμο και σφετερίστηκε την αίγα.

Λέει ο βασιληάς Δαυίδ:

- Ποιος είναι αυτός, άξιος θανάτου εστί…

Και λεέι ο αξιωματικός:

- Σύ εί ώ Βασιλεύ…

Και ενεδύσατο σάκκον και έβαλε στάχτην εις την κεφαλήν αυτού, και έγραψε το «Ελέησον με Θεός». Είναι πολύ ωραίο. Οι ψαλμοί του Δαυίδ είναι ποίηση στην κυριολεξία αλλά και πραγματικότητα…

 

 

 

επιστροφή στην αρχική σελίδα

 

* Βλέπε: Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος

Βίντεο