Βέγκ, βέγκ, σμούτσιχ*
Μετά, πήγα ένα μήνα στην αεροπορία, εδώ, αλλά δε μπορούσα να φάω το φαγητό. Επί γερμανών... Τους κάναμε ορύγματα στη Μίκρα. Συσσίτιο μας δίναν το μεσημέρι. Μας δίναν καλαμποκίσιο ψωμί, τη μπομπότα. Από τότε σιχάθηκα το καλαμπόκι. Εμείς σα λαός είχαμε ψωμί … το ψωμί μας. Ύστερα πήγα σ' ένα κομμωτήριο, στην Τσιμισκή. Ερχόταν οι Γερμανοί και λέγαν: -γκάντς κούρτς… Ήμουνα δεκαεφτά χρονών. Τότε το μεγάλο το δράμα ήτανε…έπρεπε να βγάλουμε λεφτά: Ερχόταν ο Γερμανός έλεγε: -Ραζίρε - Κατέβαινε τόσα μάρκα... - Νίχτ ..τιτ… Κάναμε και την άλλη την ταρίφα. Είχαμε πελάτες, όλη την αριστοκρατία. Τους είχαμε με το μήνα. Όλοι ερχόταν και ξυριζόταν εκεί πέρα κάθε πρωί, προτού παν' στη δουλειά τους. Μεταξύ αυτών είχαμε και το διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας. Ερχότανε και απ' την Κομαντατούρ, η οποία ήτανε στο Μέγαρο Κονιόρδου. Κάθε μέρα θα τους ξυρίσεις και μια φορά την εβδομάδα θα τους κόψεις τα μαλλιά... Με το μηνιάτικο ήταν αυτοί...πλήρωναν μια φορά το μήνα. Πολυτελείας κουρείο, έξι πολυθρόνες, πέντε καλφάδες κι ένας τ' αφεντικό έξι. Κι απάνω κομμωτήριο γυναικών. Ήτανε αντίκρυ απ' το Εμπορικό Επιμελητήριο, στην Τσιμισκή. Κι είχαμε δώσει κάτι κουρελιασμένα χρήματα για ρέστα σ' ένα Γερμανό. Μας τα σπρωξε, μας τα κανε: Και πιο παλιά, τα καλοκαίρια που ήμουνα στην πέμπτη και στην έκτη τάξη, δούλεψα σ' ένα κουρείο στην Τούμπα. Κι ερχόταν οι γύφτοι να τους κόψουν τα μαλλιά και με τη μηχανή έκοβαν ψείρες περισσότερο.
* Βλέπε: Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος |
Βίντεο |