Υπόγραψε...δήλωση*
Μετά το Δεκέμβριο του '45, είχαν πιά φύγει οι Γερμανοί, έφυγα κι εγώ απ' το Άγιο Όρος. Το Μάιο του '46 πήγα στρατιώτης. Φεύγοντας απ' το Όρος έπαθα μια αδενοπάθεια κατά την μεταφορά, ως που να ‘ρθω εδώ. Ήταν μαζί κι θειός ο μου ο Νεόφυτος. Είχε ένα παληόκαιρο, κάναμε πανί, κι απ' τη μια μεριά κάργα-κάργα-κάργα κουπιά, μούσκεμα… Κάθησα να ξαποστάσω δίπλα στο κατάρτι, ήταν και Δεκέμβρης μήνας. Από την Αγία Άννα πιάσαμε Άγιο Δημήτρη, Πυργαδίκια, απ' τον κάβο του Αγίου Όρους μέχρι το μυχό απάνω. Μετά οδικώς, μας έβαλε ένα φορτηγό, και σαν να μην έφτανε το κρύωμα που είχαμε πάρει, σε ένα δρόμο έξω από τη Θεσσαλονίκη κάπου στα Βασιλικά ή στη Γαλάτιστα, μας κρατήσανε δυό ώρες να μας κάνουν έλεγχο. Ήτανε μια ουρά αυτοκίνητα: - Τι έχετε, μήπως έχετε όπλα, μήπως έχετε σφαίρες, μήπως έχετε χειροβομβίδες; Ήτανε στρατιώτες του εθνικού στρατού και κυνηγούσαν τους ελασίτες, μπας και κατέβη κανένας, και ψοφήσαμε απ' το κρύο… Η απουσία μου στο Άγιο Όρος είχε δημιουργήσει υποψίες ότι ήμουν με τους αντάρτες στο βουνό . Πράγμα που επηρρέασε τη στρατιωτική μου θητεία. Κι όταν πήγα στρατιώτης, εδώ στο «50» Σύνταγμα , μετά τη Σχολή Μηχανικού στο Ναύπλιο, μετά το Λουτράκι στη Σχολή Υπαξιωματικών, γύρισα στη Θεσσαλονίκη και πήγα σε μια αποθήκη εδώ στο Χαρμάνκιοϊ σε μια μεγάλη μονάδα, πρίν απ' το Κορδελλιό ήτανε, ανέλαβα χρέη επιλοχία. Εντάξει. Σε μια επιθεώρηση που ήταν να κάνει με ένα λοχαγό, μου λέει: -Λοχία θέλω να μου κάνεις μία κατάσταση με τους αριστερούς, με τους κομμουνιστάς… Λέω: -Κύριε λοχαγέ, εγώ όταν παρουσιάστηκα, ο ταξίαρχος που μας υποδέχθηκε είπε: « οι πολιτικές σας πεποιθήσεις να μένουν έξω από την πύλη…εδώ μέσα είστε στρατιώτες» … Ε αυτό άκουσα και φρόντισα και φρόντισα να κάνω. Εδώ μέσα υπάρχουν καλοί στρατιώτες και κακοί στρατιώται. Τους καλούς στρατιώτες τους προσέχουμε διότι είναι και καλοί άνθρωποι, και τους κακούς… μπαίνουν στην αναφορά. - Ξέρω, ξέρω , μου λέει, και μ' έκανανε φάκελο. Και τότε άρχισαν και ψάχνανε. Μου λέν: - Υπόγραψε, δήλωση… - Να υπογράψω τι; - Ότι αποκυρήσσεις τον κομμμουνισμό! - Βρές μου κάπου που να είμαι γραμμένος. Και στείλαν στο Άγιο Όρος και ανακατώσανε, που ήταν, τι ήτανε, τι δράση είχε, τι έκανε. Κι από κεί αρνητικό, αλλά ο φάκελος παρέμεινε…Δεν υπέγραψα. Το φαιδρό ήταν ότι όταν να υπογράψεις, σ' έδινα μια κατάσταση που έλεγε: αποκυρήσσω τον κομουνισμό και τα λοιπά… Άν υπέγραφα, πάει να πεί ότι δεχόμουν ότι ήμουνα οργανωμένος… Αφού τους είπα εγώ: -Βρέστε μου που ήμουν οργανωμένος, πέστε μου κάπου να ήμουν οργανωμένος, να υπογράψω… Εφ' όσον δεν είμαι…Δεν υπήρχε λογική.
Ύστερα έφυγα το '48 το Δεκέμβρη, ή το Γενάρη το '49. Ξεκίνησα από τας Σέρρας. Από τας Σέρρας πήγαμε στο Παρανέστι…ένα φράγμα ξεκινήσαμε να κάνουμε, τότε κάναμε το δρόμο, αλλά καίγαμε 100 κιλά δυναμίτη την ημέρα, ξεπατώναμε βράχους αλλά σταμάτησε η δουλειά…Ήρθαν, έπιασαν τα πρωτοβρόχια, πήραμε δρόμο και πήγαμε απάνω… Πήγα στον Έβρο. Σουφλί κι ύστερα Πρωτοκκλήσι. Εκεί μες σε μια διμοιρία, είχα αναλάβει την σίτιση αλλά αυτό δε με δέσμευε καθόλου να κάνω και τις άλλες δουλειές. Όταν έπρεπε να πάω στο Διδυμότειχο να πάρω τρόφιμα, απαλλασσόμουν απ' την ομάδα μου, έμπαινε κάποιος άλλος στην ομάδα μου, υπαξιωματικός. Η ομάδα μου ήταν ναρκοσυλλέκτες. Η ναρκαλιεία, αν είσαι θετικός, είναι κάτι που είναι ομαλό. Πέντε πράγματα είναι…τα τήρησες…Αν τη δεις ότι δεν βγαίνει, είναι παγιδευμένη, την τραβάς ή τη σκάζεις στo μέρος που βρίσκεται. Κείνο πούναι, ως που να τη βρείς, να ξέρεις ποιος είναι ο τύπος και πως μπορεί να παγιδευτεί….Όλες εκείνο τον καιρό, ήταν γερμανικές, Κελερμάιν. Τις είχαμε μάθει απ' έξω και ανακατωτά…Ναρκαλιεία, οδοποιία…Χαράζαμε το δρόμο. Το πρώτο δεκαπενθήμερο βάζαμε παλουκάκια ωραία και καλά, τα βάζαμε τη μια μέρα, την άλλη μέρα τα βρίσκαμε αλλού…
Συμπλοκές είχαμε το Νοέμβριο του '49… με τους αντάρτες. Ήταν στο τελευταίο κατοικημένο χωριό, στο Πρωτοκλήσι. Τους δρόμους τους ναρκοθετούσανε αλλά επειδή ξέραν ότι κυκλοφορούσαμε εμείς και ψάχναμε τους δρόμους, μόνο δυό φορές βρήκαμε νάρκη…Σου λέει, αφού αυτοί περνάν, κι αν βάλουμε θα τη βρούνε. Μια φορά βάλανε μια νάρκη, σ' ένα λάκκο. Τη χαντακώσανε μέσα και ρίξαν από πάνω φύλλα μουριάς, γιατί όλα εκείνα τα μέρη είχανε κουκούλια. Την κλωτσώ από κάτω και βλέπω τα τέλερ… Μια φορά πάει μια ομάδα ολόκληρη. Και υπό κανονικάς συνθήκας θα είχα πάει κι εγώ μαζί… αλλά με αντικαθιστούσε ο δεκανέας. Ήθελε προ καιρού να πάει στο Σουφλί για δουλειά. Μου είχε πεί: -Θα πάρεις τη δική μου ομάδα, κι όταν έχεις σειρά να πάς εσύ για ναρκαλιεία, θα πάω εγώ στη θέση σου... Όταν λοιπόν με πήραν τηλέφωνο, να πάμε για να πάρουμε μια ομάδα στρατιωτών να την κατεβάσουμε κάτω στο Σουφλί, του λέω του δεκανέα: -Σειρά έχεις, φίλε, πήγαινε εσύ… Και πέφτει σε ενέδρα…με το τζέημς. Η τελευταία ενέδρα που έγινε…Ο λοχαγός, όταν πήγαμε και τους βρήκαμε, μαζί το δόκιμο που είχε δώσει τη διαταγή για τη μεταφορά, τσιρίζοντας : - Διατάζω!... λέει: - Πήγες και το βρήκες εκεί πέρα, κι είχες το αυτόματο και δεν τον καθάρισες . Ο δόκιμος δεν είχε πάθει τίποτα, έχασε τα γυαλιά του και έπεσε μες σ' ένα αμπρί. Είχε πολλές ευθύνες …Είχε πάρει τηλέφωνο κάτω στη μονάδα, μιλούσαμε με συνθηματικά, και αυτός ο ξεβράκωτος- δεν τα είχαμε ποτέ καλά- με λέει: -Στείλε ένα αυτοκίνητο να μας πάρει… Λέω: -Είναι Κυριακή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα… Γιατί όταν έβγαιναν τα αυτοκίνητα οι μάηδες πιάναν τα υψώματα και λόγω της μέρας δεν ήτανε διαθέσιμοι…Αφού του είπα - του είπα, στο τηλέφωνο μου λέει: -Διατάζω. Απ' τη στιγμή που είπε “διατάζω” βγάζω εγώ ένα τζαίημς …Κανονικά οι μάηδες κρατούσαν τα υψώματα, περνούσαμε εμείς κυττάζαμε το δρόμο αν έχει νάρκες κι αυτοί από πάνω κυττούσαν μήπως μας χτυπήσουνε. Ή κυττούσαν μήπως στο δρόμο που περάσαμε, αν ήρθαν οι αντάρτες πίσω από μας και βάλαν νάρκη. Κυριακή οι μάηδες δε έβγαιναν, δε βγαίναμε ούτε μείς…και έτσι θα είμασταν και χωρίς κάλυψη. Εν τω μεταξύ οι αντάρτες πρέπει να είχαν κλέψει και τα τηλέφωνα που ήταν γυμνά… Ο άλλος, ο δεκανέας που ανέλαβε, κολοπετσωμένος, κάθησε καβάλα στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου και ξεκίνησε. Παρόλο που δεν έκανε κανονική ναρκαλιεία, - γιατί το μάτι ήτανε γεμάτο και ξέραμε τους δρόμους, ακόμα και ένα χαλίκι άμα γύριζε το θυμόμασταν - ο δεκανέας τράβηξε ίσια και δεν τον πρόλαβαν στο πήγαινε. Την έστησαν όμως στο γυρισμό με πολυβόλα. Τέσσερα παιδιά τα πήραν όμηρους απάνω, στη Βουλγαρία, και δύο σκοτωθήκανε. Επέζησε ο δόκιμος και κανα δυό ακόμα απ' την κλίκα τη δική του… Δεν ξέρω αν γυρίσανε οι όμηροι. Ήταν τέσσερα παλληκάρια δίμετρα. Στον Έβρο, στο τελευταίο κατοικημένο χωριό, στο Πρωτοκλήσι…Πρωτοκλήσι, Κυριακή, μικρό Δέριο, Μεγάλο Δέριο, Βουλγαρία…το τελευταίο πολεμικό επεισόδιο του εμφυλίου πολέμου, το '49. Από 'κεί και πέρα τελείωσαν… Όταν απολυθήκαμε και μετά, ο δόκιμος πέρασε Στρατοδικείο, στο Βαρδάρι, που είναι τώρα Εθνική Τράπεζα, εκεί, κι έρχεται ένας δικηγόρος στο μαγαζί, και μου λέει: - Ο Κώστας ο Δεκαβάλας; - Ορίστε… Λέει, είμαι ο δικηγόρος του Τάδε, δόκιμου…να ρθείτε να καταθέσετε γίνεται το στρατοδικείο , να πείτε… -Όχι, λέω , δε θα πώ…θα πω αυτά που είδα και έζησα - Μα, λέει, δεν μπορούμε να τα… -Δεν μπορούμε τίποτα , λέω. Πήρατε τόσα παλληκάρια στο λαιμό σας, τέσσερα πήγαν στο βουνό και δυό σκοτωθήκανε έξι, και να τον καλύψω αυτό τον ρουφιάνο… Το δόκιμο τον καταδικάσαν και τον στείλανε στη Μακρόνησο...αλλά εκεί ήτανε καρφί, οργανωμένη υπηρεσία… Μεγάλο ταξείδι…ήτανε κι από αρχίζει η οδύσσεια. Ψάχναμε για δουλειά, εγώ δεν ήθελα να μπώ μέσα σ' αυτό το λούκι…Απολύθηκαν πέντε κλάσεις μαζί κι οτιδήποτε δουλειά ήταν λιγάκι προκομμένη, ήθελε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων…Εμένα δε μου το δίνανε. Ακόμα και στο Στρατό που ύστερα απ' τους 18 μήνες πέρναμε εφεδρικό επίδομα, εγώ ενώ υπηρέτησα 43 μήνες και δεν πήρα τίποτα. Μέχρι τους 18 μήνες ήμουν κληρωτός, από κεί γινόμουν έφεδρος. Όταν συμπλήρωνες του 18 μήνες γινόσουν έφεδρος, τελείωνε η θητεία σου και σε κρατούσαν στα όπλα, στο στρατό πάλι η ονομασία αλλάζει, αλλά ήσουν έφεδρος στρατιώτης. Και αυξάνουν κατά τι το μισθό μερικές δραχμές. …Έπαιρναν τότε εφεδρικό επίδομα . Ερχότανε κάθε μήνα τα χαρτιά στον επιλοχία του λόχου και τα μοίραζε στους στρατιώτες. Ο στρατιώτης τα πήγαινε στην αστυνομία και τα υπέγραφε, και πήγαινες κι έπαιρνες χρήματα…Έ την πρώτη φορά το 'δωσα και γώ σαν ηλίθιος στην αστυνομία. -Τι κάνεις, λέει. - Τι να το κάνω, λέω, σάματι πήρα τίποτα; -Γιατί; - Γιατί χάνεται , στο αστυνομικό τμήμα… λέω, - Ε εγώ θα… -Αύριο τα λέμε… Πήρε τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα, μόλις του είπανε ότι το σπίτι μας που έμεναν οι γονείς μου στην Κατοχή ήτανε γιάφκα του ΕΛΑΣ…άρχισε να τα μασάει. Ήταν το σπίτι μας εκεί στην Αλυσίδα τέτοιο που… το ένα το δωμάτιο το είχαν το εφεδρικό ΕΛΑΣ . Ήταν το μέρος τέτοιο…Ο αδερφός μου ήταν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, ο πατέρας μου επειδή είχε πάθει τη λαχτάρα από την Κωνσταντινούπολη, δεν ήθελε να ανακατευθεί κατ' ευθείαν.
Όταν απολύθηκα και πήγα σ' έναν υπασπιστή και του λέω: Θέλω να γράψεις μια βεβαίωση ότι είχα, έξι μήνες ήμουνα στην πρώτη γραμμή, αρκούσε…εγώ ήμουνα περίπου ένα χρόνο…Για να γραφτείς στον 751. Ο 751 ήτανε από στρατιώτες που είχαν απολυθεί και είχανε…μπορούσαν να προωθηθούν σε κάποια επιχείρηση, σε μια δημόσια υπηρεσία. Και λέει, ο υπασπιστής: - που ήσουνα εσύ; - Που ήμουν εγώ; Θυμάσαι, λέω, όταν χαράζαμε το δρόμο, απάνω στο Παρανέστι, και βρέθηκε η υψομετρική διαφορά, την ξερή που κάνατε εσείς; Ένα συνεργείο απ' τη μια, ένα συνεργείο από κεί, και στα χαρτιά τελευταία βρέθηκε τέσσερα μέτρα διαφορά, πάνω, κάτω. -Εκεί πέρα, μέτωπο δεν ήτανε; - Εκεί στο Πρωτοκκλήσι τι ήταν, το τελευταίο κατοικημένο χωριό δεν ήτανε; Ποια βδομάδα πέρασε εκεί πέρα χωρίς να κάνουμε τρείς φορές, πέντε φορές ναρκαλιεία … Στο Μηχανικό είχε δουλειά πάσης φύσεως…όσο ήμουνα εδώ, παρ' όλο ότι ήμουνα του κλώτσου και του μπάτσου, έκανα στρόγγυλα γράμματα, σ' όλα τα μεγέθη, και μ' είχαν εμπιστοσύνη ότι θα βγεί η δουλειά τους, και μόνο αυτό…- Είναι καλός να σε βγάλει δουλειά….Είχα έναν πολύ φίλο που κάναμε παρέα και μια μέρα του λέω: - Πώς μ' έχουν χαρακτηρίσει εδώ μέσα; Και μου λέει: - Είναι αριστερός, κάνει καλά τη δουλειά του, αλλά μην του έχετε εμπιστοσύνη… Ήταν γραμμένο στο φάκελο που έφτασε εκεί προτού κάν γίνει η μετάθεση μου… Ότι έγραφα, κυριολεκτικά, ήταν σαν τυπωμένο…Όταν παρουσιάστηκα εδώ στο στρατηγείο, στο 50 Σύνταγμα, εγράψαμε τις άδειες και τις δώσαμε. Σ' ένα τεταρτάκι, γυρίζει ένας λοχίας και μου λέει: -Ποιος την έγραψε ρε την άδεια σου; Εσύ την έγραψες; Πάρε χαρτί και μολύβι εδώ και γράφε… Έγραψα... - Σε θέλει ο λοχαγός απάνω… πάμε πάνω, λέει ο Λοχαγός: - Του μεσμέρ' θα ρχεσαι να γράφ'ς την Ημερσία Διαταγή. Παρόλο που ήμουν του Δημοτικού… Και ύστερα όταν ήρθα εδώ απάνω στην Αποθήκη, στο χρόνο πάνω…ελεγκτήριο δαπανών. Ελεγκτήριο δαπανών είναι εφορία που σε πιάνει, το τόσο είναι, να σε ρίξουν… Οι ρουφιάνοι με βρίσκουν 20 λεπτά, για 20 λεπτά… δεν αγόραζες τίποτα, ενώ αυτό είναι αθροιστικό. –Εντάξει λέω … και ξενυχτάω δυό μέρες όλα με το μολύβι με καρμπόν, ούτε αθροιστικές μηχανές, τίποτα, και το βρίσκω το 20λεπτο. Και μου το δώσανε το εντάξει. Καμιά μονάδα, μέσα εκεί, δεν πέρασε…αλλά εγώ τα είχα τόσο καθαρά... δεν έκανα λαδιές. Από τότε ο αξιωματικός μου έδινε όλα τα δύσκολα…Αυτά στο Χαρμάνκιοϊ, έμεινα περίπου ενάμισυ χρόνο. Ύστερα έφυγα για πάνω. Σύνολον 43 μήνες…μια μέρα λειψή όχι. 6 Μαΐου 1946 -6 Δεκεμβρίου 1949.
* Βλέπε: Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος |
Βίντεο |