τέσσερεις παράγκες μια βρύση
θα το πώ και ας το πιώ - μια βόλτα ένα τραγούδι*

 

Τούμπα, φτωχογειτονιά...φτώχεια. Στις παράγκες καθόταν τέσσερεις οικογένειες, και το καμπινέ ήταν απ' έξω. Κάθε πρωί κατεβαίνανε με τα τσουκάλια. Και νερό …σε τέσσερεις παράγκες μια βρύση. Το κράτος τις έκανε τις παράγκες: έκανε τρία σκαλοπάτια, έκανε μια βάση σε ξύλο, ένα πάτωμα, κι εκεί απάνω έκανε τέσσερα καδρόνια με ξύλα, ραμποτέ. Πήρε φωτιά μία, κι ύστερα έκανε το τσάμι: - τσάααατ..., έσπαζε κι έφευγε, πεταγόταν αντίκρυ κι έπαιρνε κι η άλλη παράγκα φωτιά…Τότε κάηκαν καμιά εικοσαριά παράγκες. Στον Άγιο Θεράποντα από την κάτω την πλευρά είχε παράγκες αλλά απ' την απάνω που ήτανε τα γραφεία της ΜΕΝΤ, ήτανε σπιτάκια χτισμένα, από πρόσφυγες πάλι, τους τα ‘δωσαν χτισμένα.

Πήγαινα σχολείο στον Άγιο Θεράποντα. Είχα μια δασκάλα που δε ξέρω πώς να την περιγράψω…Νόμιζες ότι ζούσε όλα τα προβλήματα των μαθητών της, που είχαν στο σπίτι τους. Έμενα στα τελευταία σπίτια του Χαριλάου, στη Γενναδίου. Η Γενναδίου είναι στην Αλυσίδα, η αμέσως κάθετος της Παπαναστασίου. Από τότε που καθόμασταν στη Σωκράτους είχα ένα φίλο που πήγαν να μείνουν στα Ν.Τ. στην Τούμπα. Αυτός πήγαινε εκεί σχολείο, να είμαι μόνος εγώ; Κι επειδή κι ο αδερφός κι η αδερφή πηγαίναν εκεί και με κουβαλούσαν μαζί, πήγα κι εγώ εκεί απάνω, κι έπεσα στην κυρία Ιφιγένεια Διονυσιάδου. Άλλο πράμα…Και μάνα και δασκάλα. Τι να πώ ήταν το κάτι άλλο…Μας έπιασε από τα έξι και μας πήγε μέχρι τα έντεκα…το '36. Παράγκες... γύρω-γύρω από τον Άγιο Θεράποντα ήτανε παράγκες. Μπροστά είχε μια πελώρια αλάνα και μπροστά απ' τον Αη Θεράπη είχε ένα πάρκο, δε ξέρω αν υπάρχει ακόμα, και δεξιά ήτανε το Σχολείο, αριστερά ήτανε κάτι παράγκες υφαντουργεία. Παράγκες δηλαδή βαφεία-υφαντουργεία, τα βάφαν και τα βγάζαν έξω στο δρόμο για να τα στεγνώσουνε.

Στη Δόξα ήτανε το πεδίο ασκήσεων μέχρι το '47-'48. Εγώ κατετάγην εδώ στο 50 Σύνταγμα και φεύγαμε πεζή και πηγαίναμε στη Δόξα που ήταν το πεδίο ασκήσεων, 14 λόχοι, από 120 ο κάθε λόχος. Να περπατάς εκείνο το δρόμο που ήταν χωματόδρομος, Μάιος Ιούνιος Ιούλιος, να σηκώνεται ντουμάνι, να είσαι μούσκεμα και να κολλάει απάνω σου η σκόνη κι όταν πιά πάς εκεί πέρα, να μην έχει να πλυθείς…

Η Τριανδρία τότε ήταν υποβαθμισμένη περιοχή. Ηταν κάτι μονοκατοικίες, μονοκατοικίες λέγοντας, τις έχτισε δηλαδή ο καθένας όπως μπορούσε. Ως επί το πλείστον εκεί ήταν αυτοί που είχανε κάρα. Όλες οι μεταφορές εδώ στη Θεσσαλονίκη, γινόταν με τα κάρα. Άλλες με τα μακρυά και άλλα με τα κοντά τα κάρα. Τελευταία που πήγα στον Άγιο Θεράποντα, ήταν που πήγα και ψήφισα, στο σχολείο που πήγαινα…μ' έπιασαν τα κλάματα κι έφυγα.

Από κεί απάνω, Καλαμαριά και Τούμπα, ήταν εργατόκοσμος. 'Οταν έβλεπες το πρωί ,ώρα εφτά, που κατέβαιναν κάτω, έβλεπες ουρές με τα πράματα τους στο χέρι, και το φαγητό τους μαζί, και το ψωμάκι τους και περπατούσαν για να κατέβουν στην αγορά…γιατί το υπολόγιζαν μέχρι και το εισιτήριο…Και τότε ήτανε οι καπνεργάτες, οι αρτεργάτες που δουλεύανε απ' τη νύχτα, γιατί δεν υπήρχε τίποτα μηχανή…οι αρτεργάτες ζύμωναν στα χέρια…και το πρωί έπρεπε να έχουν έτοιμο ψωμί…Οι καπνεργάτες, οι αρτεργάτες, ποιοι άλλοι ήτανε(;) οι οικοδόμοι οι τσαγκαράδες, αυτά όλα ήτανε….ήτανε συνάφια και ήτανε ο κορμός της εργατικής τάξης.

Τι μουσική να είχαμε τότε, τον επιούσιο... λέγαμε. Αν μαζευότανε γύρω-γύρω και τραγουδούσανε λιγάκι μόνοι τους...δεύτερο βρακί στον κώλο τους δεν είχανε. Ήταν μια κοπέλα που ήταν στα Ν.Τ. που ο πατέρας της έπαιζε μαντολίνο. Τα Ν.Τ. ήταν η οδός, δεν είχε όνομα ο δρόμος αυτός και τον λέγανε Ν.Τ. δε ξέρω τι σημαίνει. Ήταν σπιτάκια, δέκα απ' τη μια και δέκα απ' την άλλη. Τα χτίσαν και τα δώσαν στους πρόσφυγες. Αλλά και κεί κακομοιριά. Φτώχεια. Όταν λέμε φτώχεια…φτώχεια. Όταν φεύγαμε από του Χαριλάου να πάμε στο σχολείο το χειμώνα, τα κρύσταλλα στάζανε... Και στου Χαριλάου πρόσφυγες ήτανε…Καταραμένη φτώχεια. Στο γωνιακό ήταν οι Κογιάννηδες, που είναι σήμερα η Τράπεζα, στο διπλανό ήμασταν εμείς, απ' τα Τούζλα, δίπλα ήταν ο ξάδερφος της μητέρας μου, κι αυτός απ' τα Τούζλα, αλλά αυτοί ήτανε οι Αυγέρηδες. Ήτανε οι προύχοντες του χωριού, αλλά κι αυτοί ταλαίπωροι. Ο Δημητρός ο Αυγέρης, Κωνσταντινίδης αργότερα. Ήταν αυτός που τον σκότωσαν οι Γερμανοί. Άλλο κι αυτό...Το θυμάμαι και δε ξέρω τι λέω, ύστερα. Ήρθαν απ' την Κωνσταντινούπολη γιατί τους κυνηγούσανε, Είχε δίπλωμα από το 1922. Το νάχες δίπλωμα οδηγού ήταν σπουδαίο. Είχε και ταξί στην Πόλη. Εδώ οδηγούσε τον Καρνάβαλο. Ο Καρνάβαλος ήτανε ένα αυτοκίνητο που είχε ένα πλάτωμα απάνω, και διόρθωνε τις γραμμές στο Τράμ. Απάνω τα τράμ ήταν με μακαρά που έπαιρνε από πάνω. Τραβούσαν εκείνο, πήγαινε ο μακαράς. Έπιανε ο μακαράς: -τσάκ- κι έπαιρνε ρεύμα από κεί. Κατέβαινε ο μακαράς, το τράμ σταματούσε. Και τον πιάσανε το Δημητρό, επί Μεταξά, σε μια απεργία, όπως είχανε κάνει τότε, πανεργατική: Οικοδόμοι, τσαγκαράδες, αρτεργάτες, καπνεργάτες, τα τρία ταύ. Τον πιάσαν και τον πήγαν φυλακή:

-Δεν έκανα τίποτα... λέει,

-Τι κάναμε…κατέβηκαμε σε απεργία διεκδικώντας οκτάωρο και ΙΚΑ…

Ο Μεταξάς, ο φίλος μας...τότε, όλους τους πολιτικούς κρατούμενους τους έστειλε πακέτο στους Γερμανούς. Τους ποινικούς όλους τους έβγαλε έξω, ενώ τους πολιτικούς κρατουμένους τους έδωσε "πρωτόκολλο" στους Γερμανούς. Είχε καθήσει ο Αυγέρης δυό χρόνια φυλακή, εξορία:

-Υπόγραψε…
- Δεν υπογράφω... τι έκανα;

Ο Μεταξάς στρογγυλοκάθισε μια τετραετία...πρίν πλακώσουν οι Γερμανοί.

- Δεν έκανες ΕΟΝ;

- Πάρτον μέσα.

Να...έτσι, φασιστικά, χαιρετούσαν…Αφού και τον αδερφό μου ακόμα -εγώ τότε ήμουν πιτσιρικάς- τον βάλαν με το ζόρι και δίκωχο και μπλέ στολή, με το ζόρι…Κι ο κόσμος ήτανε πολύ κουμπωμένος, ο εργατικός ο κόσμος. Γιατί; - Τότε υπήρχε ασυδοσία: Αρτοποιεία... δωδεκάωρη εργασία. Χώροι υγιεινής...λέξη άγνωστη, Υποδηματοποιία …επειδή δούλευε ο γαμπρός μου, δούλευε κι ο αδερφός μου…τα πετσιά τότε, που τα δουλεύανε, τα βάζαν μέσα σε μαστέλα για να είναι μαλακά το πρωί, σε κουβάδες με νερό. Κι επειδή τα νερά ήτανε δύσκολα, κι έπρεπε να πας να τα βρείς…τα αφήναν εκεί και βρωμοκοπούσανε ύστερα εκείνα τα παλιόνερα. Κι οι εξορίες...Φολέγανδρο, Γυάρο, Ακροναυπλία…Απ' τους κρατουμένους που παρέδωσε στους Γερμανούς ο Μεταξάς, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν.

Έτσι πήραν και τον Αυγέρη και τον σκοτώσανε οι Γερμανοί. Έγιναν κάποια αντίποινα, τον πήραν και τον εκτελέσανε...

Αυτά είναι τα θλιβερά...

Όχι καλά χρόνια αλλά με πολλή αγάπη, τον άνθρωπο τον έβλεπες σαν άνθρωπο κι όχι σαν πορτοφόλι…Μαζευότανε η γειτονιά με δυό στραγάλια να τραγουδήσουνε. Καθόντουσαν εκεί πέρα, θάλεγαν ιστορίες θα λεγαν παραμύθια, θα τραγουδούσανε, πιάναν τις εννιά- δέκα, γιατί το γκάζι ήταν ακριβό γκαζόλαμπες. Όταν λέγαμε ονομαστική εορτή, θα πηγαίναμε παντού:

- Γιορτάζει ο Βασίλης, σε πόσους Βασίληδες θα πάμε;

- Πρέπει να πάμε, άμα δεν πάμε θα θυμώσει δε θα ρθεί σε μας…

Τις αποκριές κάναμε…απ' το τίποτα. Ένας θα βαζε ένα σεντόνι θα τυλιγότανε και θα γινόταν φάντασμα…κι από κάτω περίσσευε το μπαλωμένο παπούτσι…

Πολιτική σάτιρα υπήρχε αν κατέβαινες προς τα κάτω. Στο θέατρο του Λευκού Πύργου ήταν που βγήκε ένας ηθοποιός και είπε:

- Μετάξι, μετάξι, το λάδι πήγε στα δεκάξι και το ψωμί έχει πετάξει…

Δεν κατέβηκε από το πάλκο, τον πήρανε κι έφυγε, επί Μεταξά. Δεν ήμουν παρών, τότε ήμουν δεκαπέντε δεκάξι χρονών, είχε γίνει σούσουρο:

- Πιάσανε τον Τάδε τον ηθοποιό...

Τον πήρανε κουβαλητό…

- Θα το πώ και ας το πιώ ...

Έτσι λέγανε τότε, και κείνος το 'πε και το πιε. Γιατί τότε η τιμωρία ήταν ρετσινόλαδο και κάθισμα πάνω σε μια κολόνα πάγο, ξεβράκωτος.

Στον ιταλικό τον πόλεμο, τότε ήταν το ξεσήκωμα το μεγάλο. Η κάθε γυναικούλα έπλεκε…με το τραγούδι. Παρόλο που συμμαζευόμασταν νωρίς γιατί τα φώτα ήτανε κλειστά και στα παράθυρα δεν είχαμε παντζούρια και βάζαμε κουβέρτες και σεντόνια και εφημερίδες…Όλα τα τραγούδια που ήταν της εποχής εκείνης, τα προσαρμόζαν και τα κάνανε…Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του…Παιδιά της Ελλάδος παιδιά. Αυτή η Βέμπο...Παρόλο που ήταν η Βέμπο φωνάρα, τα τραγούδια της ήτανε βατά - αμά σε λεπτομέρειες έπρεπε να έχεις λαρύγγι- τραγουδιόταν. Ύστερα της εποχής εκείνης ήταν και οι καντάδες. Κάτω απ' την κοπέλα θα πα να κάνεις καντάδα, με μια κιθαρίτσα, μ' ένα μαντολίνο. Όλα της εποχής εκείνης ήτανε χορωδιακά τραγούδια. Ήτανε βατά τραγούδια, δεν είχανε πολλά τσεσίτια απάνω, τσαλίμια, μπορούσε να τα τραγουδήσει ο καθένας. Κι ένας που δεν τραγουδούσε καλά έμπαινε μέσα. Και τραγουδώντας έστρωνες κιόλας. Εκ των πραγμάτων άμα τραγουδάς με τέσσερεις πέντε κι είναι καλοί, θές δε θές προσαρμόζεσαι και σύ και μπαίνεις στον ίσιο δρόμο. Έτσι είναι.

Το τραγούδι άρχισε να φαίνεται μετά την κατοχή που ξελασκάρισαν τα πράγματα κάπως. Επικρατούσε πολύ το αντάρτικο τραγούδι πολύ. Ύστερα όταν πια τέλειωσε ο πόλεμος, γινότανε τα πάρτυ στα σπίτια…λέγαμε και κάτι μοντέρνα που βγαίνανε. Ήταν μόλις φύγαν οι Γερμανοί. Ύστερα ήταν και το νυφοπάζαρο, η βόλτα:

- Που θα πάμε;

- Θα πάμε βόλτα …

Απ' την Οσία Ξένη μέχρι που στρίβει απάνω και πάει για το Πανόραμα, εκείνο πηγαινερχόμαστε.. Δυό ώρες πίσω μπρός, πίσω μπρός, και τραγουδούσαμε... Μια βόλτα ένα τραγούδι. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος από το Αντάρτικο, ήτανε και τα τραγούδια ενθουσιαστικά, σε ξεσήκωναν:

- Λευτεριά πανώρια κόρη κατεβαίνει από τα όρη, κι ο Λαός την αγκαλιάζει τραγουδάει και φωνάζει…ΕΛΑΣ - ΕΛΑΣ - ΕΛΑΣ...

Όλα τ' αντάρτικα, όλα τα τραγουδούσαμε...Κι ύστερα που 'σφιξε η Ασφάλεια πολύ:

- σουτ σουτ σουτ ... Φερμουάρ.

 

 

επιστροφή στην αρχική σελίδα

* Βλέπε: Κώστας Δεκαβάλας, Αφηγήσεις, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2006, Επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος

Βίντεο