ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α’ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ AΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Περιφερειακοί Μαθητικοί Θεατρικοί Αγώνες 2005 |
|
Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. |
6η
Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
|
|
|||
Το
κείμενο του έργου με παράλληλες φωτογραφίες |
|||
...............................ΠΡΟΛΟΓΟΣ
1-231
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ: (Στην κάργια) Ολόισα λες; Εκεί που 'ναι το δέντρο; ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ: (Στην κουρούνα) Α! Που να σκάσεις. Αυτή κράζει να πάμε πίσω. ΕΥΕΛ.: Τι περπατάμε πάνω κάτω, κακομοίρη; ¶δικα τριγυρνούμε. Θα χαθούμε. ΠΕΙΣ.: ¶κουσα ο βλάκας μια κουρούνα κι έχω κάνει τόσο δρόμο. Πάνω από χίλια στάδια. ΕΥΕΛ.: Μα και 'γω ο δύστυχος άκουσα μια κάργια κι έχουν φαγωθεί τα νύχια των ποδιών μου. ΠΕΙΣ.: Κι ούτε που ξέρω πού βρισκόμαστε. ΕΥΕΛ.: Δυστυχία! Πω-πω τι πάθαμε! ΠΕΙΣ.: Μας πήρε στο λαιμό του ο παλαβός ο Φιλοκράτης που πουλάει πουλιά στην αγορά. ΕΥΕΛ.: Είπε ότι αυτά θα μας δείξουν τον Τηρέα, τον τσαλαπετεινό, που ήταν άνθρωπος και έγινε όρνιο αληθινό. Μας πούλησε έτσι την κάργια για έναν οβολό και την κουρούνα αυτή για τρεις. Κι αυτά δεν ξέρουν τίποτε άλλο παρά να τσιμπάνε. (Στην κάργια) Τι ανοίγεις, βρε, το στόμα; Στο γκρεμό θες να μας πας; Εδώ δεν έχει δρόμο. ΠΕΙΣ.: Ούτε μονοπάτι, μα το Δία, πουθενά. ΕΥΕΛ.: Δεν είναι φοβερό να θέλουμε να πάμε στον κόρακα, πανέτοιμοι, και να μην βρίσκουμε τον δρόμο; Εμάς δηλ. θεατές, που μας ακούτε, μας βρήκε αρρώστια αντίθετη από τον Κωνσταντίνο,ξέρετε, ο τέως βασιλιάς ημών. Αυτός ζητούσε να τον γράψουν με το ζόρι Αθηναίο πολίτη. Κι εμείς που γεννηθήκαμε Αθηναίοι, γνήσιοι και τιμημένοι, από γενιά κι από φυλή, δίχως να μας διώχνουν, πετάξαμε μακριά απ' την πατρίδα με τα πόδια. Δεν σιχαινόμαστε την πόλη, είναι σπουδαία, με τόσες προσωπικότητες ΠΕΙΣ.: από Ξερό μέχρι Κουφοσπίνα ΕΥΕΛ.: κι ευτυχισμένη. Σε όλους ανοιχτή, τους φόρους και τα πρόστιμα να της πληρώνουν. Και άνετη... Θυμάσαι τότε που ξεκινήσαμε πρωί και φτάσαμε με τις απεργίες και τα δημόσια έργα σπίτι μας μετά μια βδομάδα; Τα τζιτζίκια στα ξώκλαδα λαλούνε κάνα δυο μήνες, οι Αθηναίοι όλη τους τη ζωή από τα δικαστήρια στα μπουζουξίδικα και τα ριάλιτι. Γι' αυτό πήραμε κι εμείς των ομματιών μας. Μυρτιές κρατώντας, ένα πανέρι και μια χύτρα, γυρεύουμε έναν τόπο ειρηνικό να μείνουμε κι εκεί να ζήσουμε. Πηγαίνουμε να βρούμε τον Τηρέα, τον τσαλαπετεινό, και να μάθουμε απ' αυτόν ποθούμε, αν, καθώς πετούσε, είδε μια τέτοια πόλη. ΠΕΙΣ.: Για άκου. ΕΥΕΛ.: Τι τρέχει; ΠΕΙΣ.: Μου έγνεψε η κουρούνα να κοιτάξω ψηλά. ΕΥΕΛ.: Κι η κάργια εδώ έχει ανοίξει το στόμα της, σαν να μου δείχνει κάτι. Το δίχως άλλο υπάρχουν πουλιά εδώ τριγύρω. Με λίγο κρότο θα τα δούμε αμέσως. ΠΕΙΣ.: Ξέρεις; Χτύπα τον βράχο με το πόδι. ΕΥΕΛ.: Κι εσύ με το κεφάλι, για να γίνει διπλάσιος σαματάς ΠΕΙΣ.: Πάρε μια πέτρα και χτύπα. ΕΥΕΛ.: Όπως νομίζεις, ε, ψιτ, εσύ καλέεεεε.... ΠΕΙΣ.: Τι λες μωρέ; Φωνάζεις ψιτ τον τσαλαπετεινό; Γάτα είναι; Έπρεπε να τον φωνάξεις πούπου, πούπου ΕΥΕΛ.: Θα με κάνεις να ξαναχτυπήσω. Πούπου, πουπού. Βρε πουπου πού είστε, πού είστε; |
|||
6η
Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
.....στο παρασκήνιο.....[rm Βίντεο 1,02 MB].(.. |
|
||
Το
κείμενο του έργου με παράλληλες φωτογραφίες |
||
(Βγαίνει
ο υπηρέτης του τσαλαπετεινού) ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΥ: Ποιοί στην ευχή να 'ναι; Ποιος φωνάζει τον αφέντη; ΠΕΙΣ.: (ο Πεισέταιρος γλιστράει, τα πουλιά τρομάζουν και φεύγουν) Αμάν Απόλλωνα, πω-πωω ένα ράμφος! ΥΠΗΡ: Αμάν τι πάθαμε! Μας την 'πεσαν οι πουλολόγοι. ΕΥΕΛ.: Τι φοβάσαι μωρέ; Mίλα καλύτερα. ΥΠΗΡ: Στα κομμάτια κι οι δυο σας. ΕΥΕΛ.: Μα εμείς δεν είμαστε άνθρωποι. ΥΠΗΡ: Μπα; Τότε τι είστε; ΕΥΕΛ.: Εγώ πουλί της Αφρικής, ο τρεμουλιάρης. ΥΠΗΡ: Μπούρδες ΕΥΕΛ.: Καλέ τα πόδια μου δεν βλέπεις; ΥΠΗΡ: Κι αυτός τι σόι πουλί είναι; (Στον Πεισέταιρο) Μίλα ΠΕΙΣ.: Ο χεστοκόκκορας απ' τη χώρα των Κουτσουλιάρηδων. ΕΥΕΛ.: Κι εσύ σαν τι θεριό είσαι τάχα; ΥΠΗΡ: Εγώ είμαι πουλί σκλάβος. ΕΥΕΛ.: Σε σκλάβωσε στη μάχη κανένας κόκορας; ΥΠΗΡ: Όχι καλέ, αλλά όταν μου τσαλαπετεινώθηκε ο αφέντης, τότε δεήθηκε να γίνω κι εγώ πουλί, για να 'χει ακόλουθο και δούλο. ΠΕΙΣ.: Και τα πουλιά χρειάζονται υπηρέτες; ΥΠΗΡ: Τ' άλλα όχι. Μόνο αυτός, γιατί, βλέπεις, πρώτα ήταν άνθρωπος. ΕΥΕΛ.: (Στον εαυτό του) Τούτος εδώ είναι ο Τρυποκάρυδος. Λοιπόν, ξέρεις τι θα κάνεις τρυπακάρυδε; Τρέξε και φώναξέ μας τ' αφεντικό σου. ΥΠΗΡ: Πριν από λίγο το 'ριξε στον ύπνο... ΠΕΙΣ.: ¶ντε και ξύπνησέ τον. ΥΠΗΡ: Το ξέρω πως θα τα πάρει άγρια, μα για το χατίρι σας θα τον ξυπνήσω. (Φεύγει) ΠΕΙΣ.: ¶ι στα τσακίδια, με κατατρόμαξες! ΕΥΕΛ.: Αχού ο καψερός, μου 'φυγε η κάργια, απ' το φόβο. ΠΕΙΣ.: Βρε ζώο, βρε χέστη, αμόλησες την καλιακούδα; ΕΥΕΛ.: Κι εσύ όταν έφαγες την τούμπα, δεν άφησες την κουρούνα; ΠΕΙΣ.: Εγώ όχι, μα τον Δία. ΕΥΕΛ.: Τότε πού είναι; ΠΕΙΣ.: Πέταξε. ΕΥΕΛ.: Ώστε δεν την αμόλησες; Ανδρείε μου... ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ: (Μέσα από τον θάμνο) Ανοίξτε μωρέ τα χαμόκλαδα να βγω επιτέλους έξω. (Βγαίνει) ΕΥΕΛ.: Πω-πω Ηρακλή μου, βρε τι θεριό είναι τούτο; Κοίτα φτερά και πούπουλα. Κοίτα τρίδιπλο λοφίο. ΤΣΑΛ.: Ποιοι είναι που με ζητούνε; ΠΕΙΣ.: Οι δώδεκα θεοί, φαίνεται, θα σ' έχουνε ρημάξει. ΤΣΑΛ.: Με περιγελάτε για το φτέρωμά μου; Κάποτε, ξένοι μου, ήμουνα άνθρωπος. ΕΥΕΛ.: Μπα, με σένα δεν γελάμε ΤΣΑΛ.: Τότε με ποιον; ΠΕΙΣ.: Η μύτη σου φαίνεται λίγο αστεία. ΤΣΑΛ.: Έτσι με κατάντησε ο Ευαγγελάτος στα δελτία του, εμένα, τον Τηρέα, κι ας μη μιλήσω καλύτερα για την Τατιάνα. ΠΕΙΣ.: Είσαι ο Τηρέας, λοιπόν. Πουλί ή παγώνι; ΤΣΑΛ.: Πουλί, βέβαια. ΕΥΕΛ.: Και τα φτερά σου πού είναι; ΤΣΑΛ.: Μάδησαν ΕΥΕΛ.: Από αρρώστια; ΤΣΑΛ.: Α, μπα, τα φτερά όλων των πουλιών μαδάνε σα χειμωνιάζει και μετά ξαναβγαίνουνε καινούρια. Μα πέστε μου, ποιοι είστε; ΠΕΙΣ.: Εμείς άνθρωποι, θνητοί. ΤΣΑΛ.: Από πού; ΕΥΕΛ.: Από 'κεί που 'βγαιναν τα όμορφα καράβια και τώρα οι στέγες στυλ Καλατράβα που θα ξεχρεώσουμε σε γενεές δεκατέσσερις. ΤΣΑΛ.: Και ποια ανάγκη σας έφερε εδώ πάνω; ΕΥΕΛ.: Να κουβεντιάσουμε μαζί σου. ΤΣΑΛ.: Για ποιο πράγμα; ΕΥΕΛ.: Πρώτα-πρώτα γιατί ήσουν άνθρωπος κάποτε, όπως εμείς, και χρωστούσες λεφτά κάποτε, όπως κι εμείς, και χαιρόσουν που δεν τα 'δινες, όπως κι εμείς. Ύστερα γίνηκες πουλί και φτερούγισες σε στεριές και θάλασσες και έτσι ξέρεις όσα ξέρουν οι άνθρωποι και τα όρνια. Γι' αυτό ήρθαμε σε σένα ικέτες, για να μας δείξεις μια πολιτεία καλή για ανάπαυση... ΤΣΑΛ.: Θέλετε άλλη πιο μεγάλη απ' την Αθήνα; ΠΕΙΣ.: Όχι πιο μεγάλη, μα πιο χαλαρή. ΤΣΑΛ.: Το παίζεις φαίνεται αριστοκράτης. ΠΕΙΣ.: Εγώ καθόλου. Η αριστοκρατία μου τη δίνει. ΤΣΑΛ.: Τότε σε ποια πόλη θα σας άρεσε να ζήσετε; ΕΥΕΛ.: Μια που τα μεγάλα προβλήματα της ζωής θα ήταν περίπου τέτοια. Να ερχόταν κάποιος πρωί-πρωί στην πόρτα μου και να μου έλεγε: «Κερδίσατε το ποσό των 5000 Ευρώ και η μόνη μου έγνοια να ήταν, αν τα προτιμώ σε επιταγή ή μετρητά. Ή να μου έλεγε «Αύριο να έρθεις στο τρικούβερτο γλέντι που ετοιμάζω, ειδάλλως μην ξαναπατήσεις στο σπίτι μου και το μόνο μου πρόβλημα να ήταν με ποια θα πάω.» ΤΣΑΛ.: Μα το θεό, σ' αρέσουν περίεργα πράματα Κι εσύ τι λες; ΠΕΙΣ.: Κι εγώ γουστάρω κάτι τέτοια. ΤΣΑΛ.: Σαν ποια; ΠΕΙΣ.: Να, βασικά εμένα μ' αρέσει να 'χω στο σπίτι μου καμιά σαρανταριά μανούλια σαν τη Μαστροκώστα και να μου λικνίζεται όπως στον Θέμο κάθε βράδυ. ΤΣΑΛ.: Αχ, οι σκληραγωγίες σου αρέσουν καημενούλη. Λοιπόν μια τέτοια πόλη, που λέτε, καλότυχη υπάρχει κοντά στην Ερυθρά θάλασσα. ΕΥΕΛ.: Κοντά στη θάλασσα; Θεός φυλάξει! Να στείλουν τις νταρντάνες τις Αθηναίες με το στόλο να μας φέρουν πίσω; Μια πόλη Ελληνική δεν ξέρεις να μας πεις; ΤΣΑΛ.: Δεν πάτε λέω στην Κρήτη; Είναι ωραία. ΕΥΕΛ.: Καλή η Κρήτη, αλλά πολύ πιστολίδι και βεντέτα. Εκεί απαγορεύεται μόνο να πυροβολείς άσκοπα ΤΣΑΛ.: Μμμμ τότε στη Λάρισα ίσως μπορείτε να μείνετε. ΕΥΕΛ.: Τι λες καλέ, για να ψοφάμε από τη ζέστη κάθε καλοκαίρι ¶σε που μας πρόλαβε ο Λαζόπουλος... ΤΣΑΛ.: Μμμ, η Θεσσαλονίκη πώς σας φαίνεται; ΕΥΕΛ.: Ωχ, εκεί θα μας διαλύσουν οι Παοκσίδες, αν μάθουν ότι είμαστε Αθηναίοι. Δεν είμαστε για τέτοια. Και εδώ η ζωή με τα πουλιά πώς είναι; ΤΣΑΛ.: Δεν είναι δίχως χάρες, αν την συνηθίσεις. Και βασικά ζεις χωρίς λεφτά. ΕΥΕΛ.: Γλιτώνεις έτσι από πολλές απάτες στη ζωή. ΤΣΑΛ.: Τσιμπολογάμε άσπρο σουσάμι στους κήπους, μύρτα, θυμάρι, παπαρούνες. ΕΥΕΛ.: Εσείς λοιπόν σαν νιόπαντροι περνάτε! ΠΕΙΣ.: Πωω-πωωω! Μωρέ, ένα σχέδιο μου 'ρχεται στο μυαλό σπουδαίο, που θα σας δώσει δύναμη, αν μ' εμπιστευθείτε. ΤΣΑΛ.: Σε τι; Και τι να κάνουμε; ΠΕΙΣ.: Να, να ιδρύσετε μια πολιτεία. ΤΣΑΛ.: Και σαν τι πολιτεία να ιδρύσουμε εμείς τα πουλιά; Και σε ποιο τόπο; ΠΕΙΣ.: Στ' αλήθεια, τι κοτσάνα ξεστόμισες! Για κοίτα κάτω. ΤΣΑΛ.: Κοιτάω. ΠΕΙΣ.: Για κοίτα τώρα επάνω. ΤΣΑΛ.: Κοιτάω. ΠΕΙΣ.: Στριφογύρνα το λαιμό. ΤΣΑΛ.: Μα το Δία, πολύ ωραία θα νιώθω σαν στραβολαιμιάσω. ΠΕΙΣ.: Είδες τίποτα; ΤΣΑΛ.: Πως, ναι, ουρανό και σύννεφα. ΠΕΙΣ.: Αυτός δεν είναι ο χώρος των πουλιών; ΤΣΑΛ.: Χώρος; Τι χώρος; ΠΕΙΣ.: Να, όπως λέμε τόπος. Αλλά επειδή όλα μέσα του χωρούν και προχωρούν γι' αυτό τον λέμε χώρο. Τώρα, αν τον χτίσετε και τον φράξετε με τείχη όλον, θα τον ονομάσουν χώρα αντί για χώρο. Κι έτσι, όπως είστε αφέντες των ακρίδων, θα γίνετε και των ανθρώπων κι οι Θεοί θ' αφανιστούν από την πείνα σαν τους πρόσφυγες. ΤΣΑΛ.: Και πώς θα γίνει αυτό; ΠΕΙΣ.: Να! Ανάμεσα στη γη και τους Θεούς είναι, θαρρώ, ο αέρας. Λοιπόν, όπως εμείς, όταν θέλουμε να πάμε στους Δελφούς πληρώνουμε διόδια για να περάσουμε, έτσι, αν δεν σας πληρώνουν οι Θεοί τους φόρους, την άδεια δεν θα δίνετε να φτάσει μέσα από τη χώρα σας η τσίκνα των θυσιών σ' αυτούς. ΤΣΑΛ.: Πω-πωωω! Μα τη γη και τα σύννεφα, μα τις παγίδες και τα δίχτυα, πιο έξυπνο σχέδιο δεν άκουσα ποτέ μου. Αν μείνουν σύμφωνα και τ' άλλα τα πουλιά, εγώ μαζί σου ιδρυτής θα γίνω αυτής της χώρας. ΠΕΙΣ.: Και ποιος σ' αυτά θα εξηγήσει το όλο θέμα; ΤΣΑΛ.: Εσύ. Τη γλώσσα την κατέχουν. Τόσα χρόνια δα μαζί τους, τους την έχω μάθει. Ενώ ήταν βαρβαρόφωνα πριν έρθω. ΠΕΙΣ.: Και πώς θα τα μαζέψεις; ΤΣΑΛ.: Εύκολα. Μπαίνω αμέσως εδώ στο σύδεντρο, ξυπνώ τη γυναίκα μου την αηδόνα και τα κράζουμε μαζί. Μόλις αυτά ακούσουν τα κελαηδητά μας, θα 'ρθουν αστραπή. ΠΕΙΣ.: Ω, φίλτατο μου όρνιο εσύ, μη στέκεσαι λοιπόν, σε ικετεύω. Έμπα γοργά-γοργά στο σύδενδρο και ξύπνα την αηδόνα. |
||
6η
Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
.....στο παρασκήνιο.....[rm Βίντεο 1,02 MB].(.. |
|
||
..............................ΠΑΡΟΔΟΣ
(232 - 487)
ΤΣΑΛ.: Έλα, συντρόφισσά μου εσύ, ξύπνα. |
||
6η
Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
.....στο παρασκήνιο.....[rm Βίντεο 1,02 MB].(.. |
|
||
Το
κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες |
||
ΠΕΙΣ.: Το λοιπόν πάμε χαμένοι. ΕΥΕΛ.:Για τις συμφορές μας φταις εσύ και μόνο. Τι με πήρες από πέρα; ΠΕΙΣ.: Για να σ' έχω σύντροφο. ΕΥΕΛ.: Δε λες για να χύσω μαύρα δάκρυα. ΧΟΡ. :¶ϊ, ¶ϊ! Μπρος, χιμήξτε τους, πάνω τους με φόρα, μήτε τ'.αφρισμένο πέλαγος μπορεί να τους γλιτώσει ΠΕΙΣ.: Για στάσου, βρε. ΕΥΕΛ.: Για να με κάνουν φέτες; ΠΕΙΣ.: Και πώς νομίζεις ότι θα γλιτώσουμε; ΕΥΕΛ.: Θαρρείς πως ξέρω; ΠΕΙΣ.: Λοιπόν σου λέω να μείνουμε να πολεμήσουμε με τα τσουκάλια. ΕΥΕΛ.: Και τι θα κάνει ένα τσουκάλι; ΕΥΕΛ.: Ναι, μα από τ' άλλα τα αγριονυχάτα πώς γλιτώνεις; ΠΕΙΣ.: Μπήξε μπροστά σου αυτή τη σούβλα. ΕΥΕΛ.: Τσακαλάκι μου εσύ, πολύ έξυπνο το κόλπο σου. Ξεπερνάς και τους πολιτικούς στις πονηριές. Κι απ' των τσουκαλιών τις άκρες να κοιτάμε ένα γύρω. Μα να φύγουμε δεν πρέπει. ΠΕΙΣ.: Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, νομίζω, με δημόσια δαπάνη. ΧΟΡ.:Μπρος εσείς στη γραμμή σας ξανά. Σκύψτε αργά Και ας μάθουμε οι ξένοι μας ποιοι είναι, ΧΟΡ.Κ.: Ποιοι είναι ετούτοι και από πού; ΧΟΡ.Κ.: Και ποια τύχη τους έφερε στα μέρη των πουλιών; ΤΣΑΛ.:Ποθούν τον τρόπο της ζωής σας, θέλουν Τι θα 'χει να κερδίσει αυτός αν μείνει εδώ; ΤΣΑΛ.: Προβλέπει πλούτη κι αγαθά, απερίγραπτα. ΤΣΑΛ.: Αυτός έχει μυαλό να φαν και οι κότες. ΤΣΑΛ.: Είναι μεγάλη αλεπού και τι αλεπού, ξουράφι! ΧΟΡ.Κ.: Πες του λοιπόν να μας τα πει, να τα εξηγήσει. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (469 - 487) (Στον Πεισέταιρο) ΠΕΙΣ.: Α, όχι, όχι. Αν δεν κλείσουν πρώτα συμφωνία.
|
||
6η
Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
.....στο παρασκήνιο.....[rm Βίντεο 1,02 MB].(.. |
|
||
Το
κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες |
||
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (488- 664) ΠΕΙΣ.: Λοιπόν, μα τον Δία, έχω μια όρεξη να μιλήσω... Δούλε,δώσε μου στεφάνι. Και κάποιος νερό να χύσει στα χέρια μου. ΕΥΕΛ.: Τι; Πρόκειται να φάμε; ΠΕΙΣ.: Όχι, για όνομα του θεού. Τόση ώρα γυρεύω να τους...αμολήσω έναν λόγο, που θα τους λιώσει την ψυχή. (Στον χορό) Πόσο πονάω για σας, που σε χρόνια παλιά βασιλιάδες... ΧΟΡ.: Εμείς βασιλιάδες; Ποιανού; ΠΕΙΣ.: Όλων. Σε όσα υπάρχουνε στον κόσμο, οι πιο παλιοί, πρώτοι εσείς από τους τιτάνες, τον Κρόνο και τη γη. ΧΟΡ.K.: Και απ' τη γη; ΠΕΙΣ.: Ναι, μα τον Απόλλωνα. ΧΟΡ.K.: Τέτοια δεν έχω ματακούσει . ΠΕΙΣ.: Γιατί είσαι αμαθής και καθόλου περίεργος. Ούτε διάβασες τον Αίσωπο, που λέει στους μύθους του πως απ’ όλα τα πουλιά πρώτος γεννήθηκε ο κορυδαλλός. Έχω πολλές αποδείξεις ότι τον παλιό καιρό κυβερνούσαν και βασίλευαν τα πουλιά και όχι οι θεοί. Και πρώτο παράδειγμα ο Πετεινός, βασιλιάς και αφέντης πολύ πιο παλιός από τον Δαρείο και τον Μεγάβαζο, γι' αυτό ακόμη τον λέμε Περσοπούλι. ΕΥΕΛ.: Α, να γιατί και τώρα περπατάει σαν τον μεγάλο βασιλέα και έχει,μόνο αυτός απ' όλα τα πουλιά, στο κεφάλι ολόρθη τιάρα. ΠΕΙΣ.: Τότε είχε μεγάλη δύναμη κι εξουσία, που ακόμη και τώρα, Μόλις αρχίσει την αυγή τα κικιρίκου, ξυπνάνε όλοι για τη δουλειά. Κάποιοι, ντυμένοι ακόμη απ' τη νύχτα, ξεκινούν βιαστικά. ΕΥΕΛ.: Γι' αυτό εμένα ρώτα. Εξαιτίας του έχασα ένα πανωφόρι από την Φρυγία, πρώτο πράμα, ο κακομοίρης. Γιατί καθώς κουτσόπινα μια νύχτα στην Αθήνα, αποκοιμήθηκα. Οι άλλοι ακόμη δεν είχαν τελειώσει το φαΐ τους, όταν ξάφνου λάλησε ο κόκορας. Ξημερώνει, είπα 'γω μεσ' στο μεθύσι μου και κίνησα για τον ¶λιμο. Μόλις ξεμυτίζω απ' το τείχος, μου δίνει μια γερή μαγκουριά ένας λωποδύτης, πέφτω χάμω και ώσπου να βάλω τις φωνές πάει το πανωφόρι. ΠΕΙΣ.: Ήταν τότε που κυβερνούσε τους Έλληνες βασιλιάς ο Περδικογέρακας. ΕΥΕΛ.: Μωρέ αλήθεια, όταν αντίκρισα και εγώ Περδικογέρακα κυλιόμουν στη γη. Έπειτα όμως γύρισα ανάσκελα μ' ανοιχτό το στόμα κι έτσι κατάπια έναν οβολό και γύρισα στο σπίτι άφραγκος. ΠΕΙΣ.: Στην Αίγυπτο εξάλλου και σ' όλη τη Φοινίκη βασιλιάς ήταν ο κούκος. Όποτε έκανε αυτός «κούκου», όλοι οι Φοίνικες τσούρμο πήγαιναν στους κάμπους και θέριζαν το στάρι και το κριθάρι. ΕΥΕΛ.: Είναι σωστή λοιπόν η παροιμία που λέει «όταν σου κάνει «κούκου» τράβα για να σπείρεις» ΠΕΙΣ.: Μα το πιο φοβερό είναι πως και ο τωρινός μας βασιλιάς, ο Δίας, μ' έναν αετό στο κεφάλι στέκεται, η θυγατέρα του πάλι έχει κι αυτή μια κουκουβάγια και ο Απόλλωνας, σαν παραγιός, ένα γεράκι. ΕΥΕΛ.: Μα τη Δήμητρα, σωστά τα λες, αλλά γιατί τα έχουν; ΠΕΙΣ.: Για να μπορούν, όταν τους προσφέρουν θυσία, και βάζουν, κατά το έθιμο, στα χέρια τους τα σπλάχνα, να τα παίρνουν αυτά πριν απ' τον Δία. Τότε όλοι ορκιζόταν στα πουλιά, κανείς σε θεό, όπως γίνεται τώρα. ΧΟΡ.: Φίλε, πικρότατο λόγο μας είπες. Δάκρυα χύνω για των γονιών μου τον ξεπεσμό, Μα απ' το θεό σωτήρας μου ήρθες και από την καλή μου τύχη.Σε σένα τώρα αφήνω τον εαυτό μου και τα παιδιά μου να κυβερνάς.Η ζωή πια δεν αξίζει αν δεν πάρουμε και πάλι την παλιά μας εξουσία. |
||
6η
Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
(Υπό
κατασκευήν)
|
|
.....στο παρασκήνιο.....[rm Βίντεο 1,02 MB].(.. |
Συνεχίζεται...
|