ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Α’ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

AΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
ΟΡΝΙΘΕΣ

Περιφερειακοί Μαθητικοί Θεατρικοί Αγώνες 2005
(2ο Βραβείο)


Πέμπτη 13 Μαΐου 2005, ώρα 11 π.μ
Δημοτικό Θέατρο Σταυρούπολης



Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο.
Δε κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε.

Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας,
το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί
να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί
ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος
και ακέραιος πολιτισμός
στον τόπο μας . .

Κάρολος Κουν



Λίγα λόγια για το έργο
Ιστορικά - πολιτιστικά συμφραζόμενα
Ο Αριστοφάνης
Η δομή του έργου
Συντελεστές
Τα πρόσωπα- Διανομή



1η Ενότητα (Πρόλογος)
2η Ενότητα (Πρόλογος)
3η Ενότητα (Πρόλογος)
4η Ενότητα (Πρόλογος)
5η Ενότητα (Πρόλογος)
6η Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
 

.....στο παρασκήνιο.....
[rm Βίντεο 1,02 MB].(..
...

1η Ενότητα (Πρόλογος)
Βίντεo [rm 2,05 MB]
Τα video ανοίγουν με Real Alternative
Πατήστε το εικονίδιο για να το κατεβάσετε
Το κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες
...............................ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1-231

ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ: (Στην κάργια)
Ολόισα λες; Εκεί που 'ναι το δέντρο;
ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ: (Στην κουρούνα)
Α! Που να σκάσεις. Αυτή κράζει να πάμε πίσω.
ΕΥΕΛ.: Τι περπατάμε πάνω κάτω, κακομοίρη;
¶δικα τριγυρνούμε. Θα χαθούμε.
ΠΕΙΣ.: ¶κουσα ο βλάκας μια κουρούνα κι έχω κάνει
τόσο δρόμο. Πάνω από χίλια στάδια.
ΕΥΕΛ.: Μα και 'γω ο δύστυχος άκουσα μια κάργια κι έχουν
φαγωθεί τα νύχια των ποδιών μου.
ΠΕΙΣ.: Κι ούτε που ξέρω πού βρισκόμαστε.
ΕΥΕΛ.: Δυστυχία! Πω-πω τι πάθαμε!
ΠΕΙΣ.: Μας πήρε στο λαιμό του ο παλαβός ο Φιλοκράτης
που πουλάει πουλιά στην αγορά.
ΕΥΕΛ.: Είπε ότι αυτά θα μας δείξουν τον Τηρέα,
τον τσαλαπετεινό, που ήταν άνθρωπος
και έγινε όρνιο αληθινό.
Μας πούλησε έτσι την κάργια για έναν οβολό
και την κουρούνα αυτή για τρεις. Κι αυτά δεν ξέρουν τίποτε άλλο
παρά να τσιμπάνε. (Στην κάργια)
Τι ανοίγεις, βρε, το στόμα;
Στο γκρεμό θες να μας πας; Εδώ δεν έχει δρόμο.
ΠΕΙΣ.: Ούτε μονοπάτι, μα το Δία, πουθενά.
ΕΥΕΛ.: Δεν είναι φοβερό να θέλουμε να πάμε στον κόρακα,
πανέτοιμοι, και να μην βρίσκουμε τον δρόμο;
Εμάς δηλ. θεατές, που μας ακούτε, μας βρήκε αρρώστια
αντίθετη από τον Κωνσταντίνο,ξέρετε,
ο τέως βασιλιάς ημών.
Αυτός ζητούσε να τον γράψουν με το ζόρι Αθηναίο πολίτη.
Κι εμείς που γεννηθήκαμε Αθηναίοι,
γνήσιοι και τιμημένοι, από γενιά κι από φυλή,
δίχως να μας διώχνουν,
πετάξαμε μακριά απ' την πατρίδα με τα πόδια.
Δεν σιχαινόμαστε την πόλη, είναι σπουδαία, με τόσες προσωπικότητες
ΠΕΙΣ.: από Ξερό μέχρι Κουφοσπίνα
ΕΥΕΛ.: κι ευτυχισμένη. Σε όλους ανοιχτή,
τους φόρους και τα πρόστιμα να της πληρώνουν.
Και άνετη... Θυμάσαι τότε που ξεκινήσαμε πρωί και
φτάσαμε με τις απεργίες και τα δημόσια έργα
σπίτι μας μετά μια βδομάδα;
Τα τζιτζίκια στα ξώκλαδα λαλούνε κάνα δυο μήνες,
οι Αθηναίοι όλη τους τη ζωή από τα δικαστήρια στα μπουζουξίδικα και τα ριάλιτι.
Γι' αυτό πήραμε κι εμείς των ομματιών μας.
Μυρτιές κρατώντας, ένα πανέρι και μια χύτρα,
γυρεύουμε έναν τόπο ειρηνικό να μείνουμε
κι εκεί να ζήσουμε.
Πηγαίνουμε να βρούμε τον Τηρέα, τον τσαλαπετεινό,
και να μάθουμε απ' αυτόν ποθούμε, αν, καθώς πετούσε,
είδε μια τέτοια πόλη.
ΠΕΙΣ.: Για άκου.
ΕΥΕΛ.: Τι τρέχει;
ΠΕΙΣ.: Μου έγνεψε η κουρούνα να κοιτάξω ψηλά.
ΕΥΕΛ.: Κι η κάργια εδώ έχει ανοίξει
το στόμα της, σαν να μου δείχνει κάτι.
Το δίχως άλλο υπάρχουν πουλιά εδώ τριγύρω.
Με λίγο κρότο θα τα δούμε αμέσως.
ΠΕΙΣ.: Ξέρεις; Χτύπα τον βράχο με το πόδι.
ΕΥΕΛ.: Κι εσύ με το κεφάλι, για να γίνει διπλάσιος σαματάς
ΠΕΙΣ.: Πάρε μια πέτρα και χτύπα.
ΕΥΕΛ.: Όπως νομίζεις, ε, ψιτ, εσύ καλέεεεε....
ΠΕΙΣ.: Τι λες μωρέ; Φωνάζεις ψιτ τον τσαλαπετεινό; Γάτα είναι;
Έπρεπε να τον φωνάξεις πούπου, πούπου
ΕΥΕΛ.: Θα με κάνεις να ξαναχτυπήσω.
Πούπου, πουπού. Βρε πουπου πού είστε, πού είστε;

1η Ενότητα (Πρόλογος)
2η Ενότητα (Πρόλογος)
3η Ενότητα (Πρόλογος)
4η Ενότητα (Πρόλογος)
5η Ενότητα (Πρόλογος)
6η Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
 

.....στο παρασκήνιο.....
[rm Βίντεο 1,02 MB].(..
...

2η Ενότητα (Πρόλογος)
Βίντεo [rm 3,78 MB]
Το κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες
(Βγαίνει ο υπηρέτης του τσαλαπετεινού)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΥ:
Ποιοί στην ευχή να 'ναι; Ποιος φωνάζει τον αφέντη;
ΠΕΙΣ.: (ο Πεισέταιρος γλιστράει, τα πουλιά τρομάζουν και φεύγουν)
Αμάν Απόλλωνα, πω-πωω ένα ράμφος!
ΥΠΗΡ: Αμάν τι πάθαμε! Μας την 'πεσαν οι πουλολόγοι.
ΕΥΕΛ.: Τι φοβάσαι μωρέ; Mίλα καλύτερα.
ΥΠΗΡ: Στα κομμάτια κι οι δυο σας.
ΕΥΕΛ.: Μα εμείς δεν είμαστε άνθρωποι.
ΥΠΗΡ: Μπα; Τότε τι είστε;
ΕΥΕΛ.: Εγώ πουλί της Αφρικής, ο τρεμουλιάρης.
ΥΠΗΡ: Μπούρδες
ΕΥΕΛ.: Καλέ τα πόδια μου δεν βλέπεις;
ΥΠΗΡ: Κι αυτός τι σόι πουλί είναι; (Στον Πεισέταιρο) Μίλα
ΠΕΙΣ.: Ο χεστοκόκκορας απ' τη χώρα των Κουτσουλιάρηδων.
ΕΥΕΛ.: Κι εσύ σαν τι θεριό είσαι τάχα;
ΥΠΗΡ: Εγώ είμαι πουλί σκλάβος.
ΕΥΕΛ.: Σε σκλάβωσε στη μάχη κανένας κόκορας;
ΥΠΗΡ: Όχι καλέ, αλλά όταν μου τσαλαπετεινώθηκε ο αφέντης,
τότε δεήθηκε να γίνω κι εγώ πουλί, για να 'χει ακόλουθο και δούλο.
ΠΕΙΣ.: Και τα πουλιά χρειάζονται υπηρέτες;
ΥΠΗΡ: Τ' άλλα όχι. Μόνο αυτός, γιατί, βλέπεις, πρώτα ήταν άνθρωπος.
ΕΥΕΛ.: (Στον εαυτό του) Τούτος εδώ είναι ο Τρυποκάρυδος.
Λοιπόν, ξέρεις τι θα κάνεις τρυπακάρυδε;
Τρέξε και φώναξέ μας τ' αφεντικό σου.
ΥΠΗΡ: Πριν από λίγο το 'ριξε στον ύπνο...
ΠΕΙΣ.: ¶ντε και ξύπνησέ τον.
ΥΠΗΡ: Το ξέρω πως θα τα πάρει άγρια,
μα για το χατίρι σας θα τον ξυπνήσω. (Φεύγει)
ΠΕΙΣ.: ¶ι στα τσακίδια, με κατατρόμαξες!
ΕΥΕΛ.: Αχού ο καψερός, μου 'φυγε η κάργια, απ' το φόβο.
ΠΕΙΣ.: Βρε ζώο, βρε χέστη, αμόλησες την καλιακούδα;
ΕΥΕΛ.: Κι εσύ όταν έφαγες την τούμπα, δεν άφησες την κουρούνα;
ΠΕΙΣ.: Εγώ όχι, μα τον Δία.
ΕΥΕΛ.: Τότε πού είναι;
ΠΕΙΣ.: Πέταξε.
ΕΥΕΛ.: Ώστε δεν την αμόλησες; Ανδρείε μου...
ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ: (Μέσα από τον θάμνο)
Ανοίξτε μωρέ τα χαμόκλαδα να βγω επιτέλους έξω. (Βγαίνει)
ΕΥΕΛ.: Πω-πω Ηρακλή μου, βρε τι θεριό είναι τούτο;
Κοίτα φτερά και πούπουλα. Κοίτα τρίδιπλο λοφίο.
ΤΣΑΛ.: Ποιοι είναι που με ζητούνε;
ΠΕΙΣ.: Οι δώδεκα θεοί, φαίνεται, θα σ' έχουνε ρημάξει.
ΤΣΑΛ.: Με περιγελάτε για το φτέρωμά μου;
Κάποτε, ξένοι μου, ήμουνα άνθρωπος.
ΕΥΕΛ.: Μπα, με σένα δεν γελάμε
ΤΣΑΛ.: Τότε με ποιον;
ΠΕΙΣ.: Η μύτη σου φαίνεται λίγο αστεία.
ΤΣΑΛ.: Έτσι με κατάντησε ο Ευαγγελάτος στα δελτία του, εμένα, τον Τηρέα, κι ας μη μιλήσω καλύτερα για την Τατιάνα.
ΠΕΙΣ.: Είσαι ο Τηρέας, λοιπόν. Πουλί ή παγώνι;
ΤΣΑΛ.: Πουλί, βέβαια.
ΕΥΕΛ.: Και τα φτερά σου πού είναι;
ΤΣΑΛ.: Μάδησαν
ΕΥΕΛ.: Από αρρώστια;
ΤΣΑΛ.: Α, μπα, τα φτερά όλων των πουλιών μαδάνε σα χειμωνιάζει
και μετά ξαναβγαίνουνε καινούρια. Μα πέστε μου, ποιοι είστε;
ΠΕΙΣ.: Εμείς άνθρωποι, θνητοί.
ΤΣΑΛ.: Από πού;
ΕΥΕΛ.: Από 'κεί που 'βγαιναν τα όμορφα καράβια και τώρα οι στέγες στυλ Καλατράβα που θα ξεχρεώσουμε σε γενεές δεκατέσσερις.
ΤΣΑΛ.: Και ποια ανάγκη σας έφερε εδώ πάνω;
ΕΥΕΛ.: Να κουβεντιάσουμε μαζί σου.
ΤΣΑΛ.: Για ποιο πράγμα;
ΕΥΕΛ.: Πρώτα-πρώτα γιατί ήσουν άνθρωπος κάποτε,
όπως εμείς, και χρωστούσες λεφτά κάποτε,
όπως κι εμείς, και χαιρόσουν που δεν τα 'δινες,
όπως κι εμείς. Ύστερα γίνηκες πουλί
και φτερούγισες σε στεριές και θάλασσες
και έτσι ξέρεις όσα ξέρουν οι άνθρωποι και τα όρνια.
Γι' αυτό ήρθαμε σε σένα ικέτες, για να μας δείξεις
μια πολιτεία καλή για ανάπαυση...
ΤΣΑΛ.: Θέλετε άλλη πιο μεγάλη απ' την Αθήνα;
ΠΕΙΣ.: Όχι πιο μεγάλη, μα πιο χαλαρή.
ΤΣΑΛ.: Το παίζεις φαίνεται αριστοκράτης.
ΠΕΙΣ.: Εγώ καθόλου. Η αριστοκρατία μου τη δίνει.
ΤΣΑΛ.: Τότε σε ποια πόλη θα σας άρεσε να ζήσετε;
ΕΥΕΛ.: Μια που τα μεγάλα προβλήματα της ζωής
θα ήταν περίπου τέτοια. Να ερχόταν κάποιος
πρωί-πρωί στην πόρτα μου και να μου έλεγε:
«Κερδίσατε το ποσό των 5000 Ευρώ και η μόνη μου
έγνοια να ήταν, αν τα προτιμώ σε επιταγή ή μετρητά.
Ή να μου έλεγε «Αύριο να έρθεις στο τρικούβερτο γλέντι που ετοιμάζω,
ειδάλλως μην ξαναπατήσεις στο σπίτι μου
και το μόνο μου πρόβλημα να ήταν με ποια θα πάω.»
ΤΣΑΛ.: Μα το θεό, σ' αρέσουν περίεργα πράματα
Κι εσύ τι λες;
ΠΕΙΣ.: Κι εγώ γουστάρω κάτι τέτοια.
ΤΣΑΛ.: Σαν ποια;
ΠΕΙΣ.: Να, βασικά εμένα μ' αρέσει να 'χω στο σπίτι μου
καμιά σαρανταριά μανούλια σαν τη Μαστροκώστα
και να μου λικνίζεται όπως στον Θέμο κάθε βράδυ.
ΤΣΑΛ.: Αχ, οι σκληραγωγίες σου αρέσουν καημενούλη.
Λοιπόν μια τέτοια πόλη, που λέτε, καλότυχη
υπάρχει κοντά στην Ερυθρά θάλασσα.
ΕΥΕΛ.: Κοντά στη θάλασσα; Θεός φυλάξει!
Να στείλουν τις νταρντάνες τις Αθηναίες με το στόλο να μας φέρουν πίσω;
Μια πόλη Ελληνική δεν ξέρεις να μας πεις;
ΤΣΑΛ.: Δεν πάτε λέω στην Κρήτη; Είναι ωραία.
ΕΥΕΛ.: Καλή η Κρήτη, αλλά πολύ πιστολίδι και βεντέτα.
Εκεί απαγορεύεται μόνο να πυροβολείς άσκοπα
ΤΣΑΛ.: Μμμμ τότε στη Λάρισα ίσως μπορείτε να μείνετε.
ΕΥΕΛ.: Τι λες καλέ, για να ψοφάμε από τη ζέστη κάθε καλοκαίρι
¶σε που μας πρόλαβε ο Λαζόπουλος...
ΤΣΑΛ.: Μμμ, η Θεσσαλονίκη πώς σας φαίνεται;
ΕΥΕΛ.: Ωχ, εκεί θα μας διαλύσουν οι Παοκσίδες, αν μάθουν ότι είμαστε Αθηναίοι. Δεν είμαστε για τέτοια.
Και εδώ η ζωή με τα πουλιά πώς είναι;
ΤΣΑΛ.: Δεν είναι δίχως χάρες, αν την συνηθίσεις.
Και βασικά ζεις χωρίς λεφτά.
ΕΥΕΛ.: Γλιτώνεις έτσι από πολλές απάτες στη ζωή.
ΤΣΑΛ.: Τσιμπολογάμε άσπρο σουσάμι στους κήπους,
μύρτα, θυμάρι, παπαρούνες.
ΕΥΕΛ.: Εσείς λοιπόν σαν νιόπαντροι περνάτε!
ΠΕΙΣ.: Πωω-πωωω! Μωρέ, ένα σχέδιο μου 'ρχεται στο μυαλό
σπουδαίο, που θα σας δώσει δύναμη, αν μ' εμπιστευθείτε.
ΤΣΑΛ.: Σε τι; Και τι να κάνουμε;
ΠΕΙΣ.: Να, να ιδρύσετε μια πολιτεία.
ΤΣΑΛ.: Και σαν τι πολιτεία να ιδρύσουμε εμείς τα πουλιά;
Και σε ποιο τόπο;
ΠΕΙΣ.: Στ' αλήθεια, τι κοτσάνα ξεστόμισες!
Για κοίτα κάτω.
ΤΣΑΛ.: Κοιτάω.
ΠΕΙΣ.: Για κοίτα τώρα επάνω.
ΤΣΑΛ.: Κοιτάω.
ΠΕΙΣ.: Στριφογύρνα το λαιμό.
ΤΣΑΛ.: Μα το Δία, πολύ ωραία θα νιώθω σαν στραβολαιμιάσω.
ΠΕΙΣ.: Είδες τίποτα;
ΤΣΑΛ.: Πως, ναι, ουρανό και σύννεφα.
ΠΕΙΣ.: Αυτός δεν είναι ο χώρος των πουλιών;
ΤΣΑΛ.: Χώρος; Τι χώρος;
ΠΕΙΣ.: Να, όπως λέμε τόπος. Αλλά επειδή όλα μέσα του χωρούν
και προχωρούν γι' αυτό τον λέμε χώρο.
Τώρα, αν τον χτίσετε και τον φράξετε με τείχη όλον,
θα τον ονομάσουν χώρα αντί για χώρο. Κι έτσι,
όπως είστε αφέντες των ακρίδων, θα γίνετε και των ανθρώπων
κι οι Θεοί θ' αφανιστούν από την πείνα σαν τους πρόσφυγες.
ΤΣΑΛ.: Και πώς θα γίνει αυτό;
ΠΕΙΣ.: Να! Ανάμεσα στη γη και τους Θεούς είναι,
θαρρώ, ο αέρας. Λοιπόν, όπως εμείς, όταν θέλουμε
να πάμε στους Δελφούς πληρώνουμε διόδια για να περάσουμε, έτσι, αν δεν σας πληρώνουν οι Θεοί τους φόρους, την άδεια δεν θα δίνετε
να φτάσει μέσα από τη χώρα σας η τσίκνα των θυσιών σ' αυτούς.
ΤΣΑΛ.: Πω-πωωω! Μα τη γη και τα σύννεφα, μα τις παγίδες και τα δίχτυα,
πιο έξυπνο σχέδιο δεν άκουσα ποτέ μου. Αν μείνουν σύμφωνα
και τ' άλλα τα πουλιά, εγώ μαζί σου ιδρυτής θα γίνω αυτής της χώρας.
ΠΕΙΣ.: Και ποιος σ' αυτά θα εξηγήσει το όλο θέμα;
ΤΣΑΛ.: Εσύ. Τη γλώσσα την κατέχουν. Τόσα χρόνια δα μαζί τους,
τους την έχω μάθει. Ενώ ήταν βαρβαρόφωνα πριν έρθω.
ΠΕΙΣ.: Και πώς θα τα μαζέψεις;
ΤΣΑΛ.: Εύκολα. Μπαίνω αμέσως εδώ στο σύδεντρο,
ξυπνώ τη γυναίκα μου την αηδόνα και τα κράζουμε μαζί.
Μόλις αυτά ακούσουν τα κελαηδητά μας, θα 'ρθουν αστραπή.
ΠΕΙΣ.: Ω, φίλτατο μου όρνιο εσύ, μη στέκεσαι λοιπόν, σε ικετεύω.
Έμπα γοργά-γοργά στο σύδενδρο και ξύπνα την αηδόνα.

   

1η Ενότητα (Πρόλογος)
2η Ενότητα (Πρόλογος)
3η Ενότητα (Πρόλογος)
4η Ενότητα (Πρόλογος)
5η Ενότητα (Πρόλογος)
6η Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
 

.....στο παρασκήνιο.....
[rm Βίντεο 1,02 MB].(..
...

3η Ενότητα (Πάροδος)
Βίντεo [rm 3,12 MB]
Το κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες
..............................ΠΑΡΟΔΟΣ (232 - 487)  

ΤΣΑΛ.: Έλα, συντρόφισσά μου εσύ, ξύπνα.
Ξύπνα, τραγούδα τους ιερούς σου ύμνους,
που με τη θεϊκή σου φωνή το πολύκλαυτο παιδί μας
θρηνολογείς τον Ίτη.
Κι απ' τα στόματα των θεών τότε
ξεσπάει ταιριαστή η θεϊκιά των μακάρων φωνή.
(Από τα παρασκήνια ακούγεται ήχος αυλού, που παριστάνει το κελάηδημα της αηδόνας)
ΕΥΕΛ.: Ω! Δία βασιλιά, πώς γλυκολαλεί!
Πώς γέμισε τους θάμνους μέλι!
ΠΕΙΣ.: Ε, εσύ.
ΕΥΕΛ.: Τι τρέχει;
ΠΕΙΣ.: Δεν θα σκάσεις;
ΕΥΕΛ.: Γιατί;
ΠΕΙΣ.: Ο Τσαλαπετεινός θα ξανακελαηδήσει.
ΤΣΑΛ.: Εποπίου, εποπίου, πίουυυ, πίουυυ
ίιιου, ίιου, ω ελάτε, ελάτε εδώ σύντροφοι γοργόφτεροι
με τις απαλές φωνές, τρέξτε εδώ, φτερουγίστε στη φωνή μου. Τρίο το τρίο το τορο τοτοβριξ.
Ήρθε γέροντας αψύς με καινούριες γνώμες,
κι έργα νέα προσπαθεί να κάνει. Εμπρός, ελάτε εδώ,
τοροτορο, τοροτοτοτίξ, κουκουβάου, κουκουβάου τοροτόρο, τοροτόρολιλιλίξ
ΠΕΙΣ.: Βλέπεις κανένα πετούμενο;
ΕΥΕΛ.: Όχι, μα τον Απόλλωνα, κι ας κοιτάζω μ' ανοιχτό στόμα τον ουρανό.
ΠΕΙΣ.: Φαίνεται πως χώθηκε του κάκου ο Τσαλαπετεινός
και έκραζε στο σύδεντρο σαν βροχοπούλι.
(Εμφανίζεται ένα πουλί)
ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ: Τοροτίξ, τοροτίξ
ΠΕΙΣ.: Βρε, βρε για δες, ένα πουλί έρχεται κατά 'δω.
ΕΥΕΛ.: Ναι, ναι μα τον Δία, πουλί. Τι είναι τούτο;
ΠΕΙΣ.: Θάμα. (Δείχνει στον Τσαλαπετεινό)
Τι πουλί είναι τούτο;
ΤΣΑΛ.: Όχι απ' αυτά που συνηθίζετε.
Είναι πουλί της λίμνης.
ΕΥΕΛ.: Πω-πω! Τι όμορφο και κόκκινο!
ΠΕΙΣ.: Σωστά. Γι' αυτό το λεν κοκκινοπούλι.
ΕΥΕΛ.: ¶κου! Κοίτα!
ΠΕΙΣ.: Ρε συ, τι γκαρίζεις;
ΕΥΕΛ.: Να, κι άλλο πετούμενο!
ΠΕΙΣ.: Ναι, κι άλλο μα τον Δία, έρχεται από χώρα αλαργινή.
Παράξενο πουλί, βουνίσιο. Μάντης των μουσών;
ΤΣΑΛ.: Τ' όνομά του Πέρσης.
ΕΥΕΛ.: Πέρσης; Ωχ! Ηρακλή, και τότε πώς δεν καβάλησε
καμήλα σαν τους Πέρσες για να 'ρθει εδώ;
ΠΕΙΣ.: Να κι άλλο, έχει και λοφίο!
ΕΥΕΛ.: Τι θάμα είναι τούτο! Λοιπόν δεν είσαι ο μόνος τσαλαπετεινός εδώ...
ΤΣΑΛ.: Αυτός είναι γιος του Φιλοκλή. Εγώ παππούς του.
ΠΕΙΣ.: Γι' αυτό είναι μαδημένος;
ΤΣΑΛ: Επειδή είναι άρχοντας τον μαδούν οι συκοφάντες
Τα φτερά που τ' απομένουν τα μαδούν τα θηλυκά..
ΕΥΕΛ.: Ω! Ποσειδώνα, κι άλλο πάλι όρνιο,
αυτό πολύχρωμο.
Πες μας, πώς το λένε;
ΤΣΑΛ.: Φαταούλα.
ΠΕΙΣ.: ¶λλος φαταούλας αυτός ή είναι ο ίδιος ο Κλεώνυμος;
ΕΥΕΛ.: Μα τι χρειάζονται τα λοφία τα πουλιά;
Μήπως αγωνίζονται στο τρέξιμο οπλισμένα;
ΤΣΑΛ.: Φίλε μου, κι αυτά, όπως κι οι Κάρες,
τους λόφους προτιμούν για σιγουριά.
ΠΕΙΣ.: Αμάν Ποσειδώνα μου, δε βλέπεις
τι πουλομάνι και κακό μαζεύτηκε;
ΕΥΕΛ.: Θεέ και Κύριε, πω-πω νέφος. Ούτε να δεις μπορείς απ’ τα πετούμενα.
ΠΕΙΣ.: Τούτο εδώ είναι Πέρδικα
ΕΥΕΛ.: Και τούτο Πετροπέρδικα.
ΠΕΙΣ.: Αυτό Αγριόπαπια.
ΕΥΕΛ.: Και εκείνο Αλκυόνα. Και τ' άλλο πίσω της;
ΠΕΙΣ.: Μπαρμπέρης.
ΕΥΕΛ.: Μα είναι πουλί ο μπαρμπέρης
ΠΕΙΣ.: Δεν είναι ο Σποργίλος ο κουρέας;
ΤΣΑΛ.: Και ετούτο κουκουβάγια.
ΠΕΙΣ.: Γλαύκα δηλαδή. Παράξενο. Ποιος έφερε «γλαύκα» στην Αθήνα;
ΤΣΑΛ.: Κοιτάξτε. Κίσσα, Τρυγόνι, Σουσουράδα,
Κορυδαλλός, Συκοφάγος, Κουκουβάγια,
Περιστέρα, Μπούφος, Γεράκι, Κούκος,
Φάσσα, Κοκκινοπόδης, Αμπελουργός,
Κοκκινολαίμης, Κιρκινέζι, Ψαραετός,
Αγριόπαπια, Δρυοκολάπτης, Γερανός,.
ΠΕΙΣ.: Πω-πω τι πουλομάνι!
ΕΥΕΛ.: Πω-πω κοτσυφομάνι!
ΠΕΙΣ.: Πως τιτιβίζουν! Πως πετούν και κράζουν!
ΕΥΕΛ.: Μήπως μας φοβερίζουν;
ΠΕΙΣ.: Ωχ! Ανοίγουνε τα ράμφη. ¶γρια μας κοιτάνε.
ΕΥΕΛ.: Έτσι λέω και 'γω. Πω-πω!
ΧΟΡΟΣ: Πούπου, πούπου, πούπου, πούπου, πού
είναι αυτός που μ' έχει κράξει;
ΧΟΡΟΣ Κορυφαία:
Πού να βρίσκεται; Πού;
ΤΣΑΛ.: Εδώ είμαι. Πάντα πιστός στους φίλους.
ΧΟΡ. Κ.: Τίτι, τίτι, τι λόγο φιλικό έχεις να μας πεις;
ΤΣΑΛ.: Λόγο δίκαιο, ευχάριστο, γλυκό και ωφέλιμο για όλους. Μου έκαναν επίσκεψη δυο γέροι τετραπέρατοι,
σκέτα ξουράφια.
ΧΟΡ.: Πού και πώς;
ΧΟΡ. Κ.: Τι λες; Για πες.
ΤΣΑΛ.: Λέω πως απ' τον κόσμο των ανθρώπων φτάσανε δυο γέροντες, φέρνοντας ένα σχέδιο για μια σπουδαία υπόθεση.
ΧΟΡ. Κ.: Πώς; Λάθος πιο βαρύ απ' αυτό που λες δεν είδα.
ΤΣΑΛ.: Στάσου! Μη φοβάσαι.
ΧΟΡ.: Τι έκανες!
ΤΣΑΛ.: Δέχτηκα για παρέα μας δυο άντρες.
ΧΟΡ. Κ.: Έκαμες μια τέτοια πράξη;
ΤΣΑΛ.: Αμέ, και πολύ γουστάρω.
ΧΟΡ. Κ.: Και είναι κάπου εδώ κοντά μας τώρα;

ΤΣΑΛ.: Οσο και εγώ.


1η Ενότητα (Πρόλογος)
2η Ενότητα (Πρόλογος)
3η Ενότητα (Πρόλογος)
4η Ενότητα (Πρόλογος)
5η Ενότητα (Πρόλογος)
6η Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
 

.....στο παρασκήνιο.....
[rm Βίντεο 1,02 MB].(..
...

4η Ενότητα (Πάροδος)
Βίντεo [rm 3,78 MB]
Το κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες
 ΧΟΡ.   ¶ι-¶ι, Πω-πω! Τι πάθαμε! Μας πρόδωσαν, μας φέρθηκαν ανόσια. Φίλος αυτός, που βόσκαγε μαζί μας, πάτησε και θεσμούς παλιούς και τους όρκους των πουλιών. Δολερά μας εκάλεσε εδώ και σ' ανόσιο γένος μας παρέδωσε, παντοτινό εχθρό μας. 
 
ΧΟΡ. Κ.: Ύστερα με σένα θα λογαριαστούμε. Μα νομίζω πως πρώτα τούτα τα γερόντια πρέπει να πληρώσουνε. 
ΧΟΡ.: Εμπρός, να τους κάμουμε κομμάτια.  
ΠΕΙΣ.:  Το λοιπόν πάμε χαμένοι.
ΕΥΕΛ
.:Για τις συμφορές μας φταις εσύ και μόνο.
Τι με πήρες από πέρα;
ΠΕΙΣ.: Για να σ' έχω σύντροφο.
ΕΥΕΛ
.: Δε λες για να χύσω μαύρα δάκρυα.
ΠΕΙΣ.:  Και γαμώ τις σαχλαμάρες λες! ....Μωρέ, αν σου βγάλουνε τα μάτια, πώς θα κλάψεις; 
ΧΟΡ
. :¶ϊ, ¶ϊ! Μπρος, χιμήξτε τους, πάνω τους με φόρα, απλώστε τις φτερούγες σας και ζώστε τους από παντού.Ρουφήξτε τους το αίμα. Τα ράμφη μας στις σάρκες τους να μπουν να τις σπαράξουνε. Όχι, από μας δεν θα ξεφύγουν, γιατί μήτε βουνά σκιερά, μήτε νέφη ουράνια,
μήτε τ'.αφρισμένο πέλαγος μπορεί να τους γλιτώσει  ΕΥΕΛ.: Αχ, αυτό ήταν. Πού να ξεφύγω ο δύστυχος;
ΠΕΙΣ.:  Για στάσου, βρε.
ΕΥΕΛ
.: Για να με κάνουν φέτες;
ΠΕΙΣ.:  Και πώς νομίζεις ότι θα γλιτώσουμε;
ΕΥΕΛ
.: Θαρρείς πως ξέρω;
ΠΕΙΣ.:  Λοιπόν σου λέω να μείνουμε να πολεμήσουμε με τα τσουκάλια.
ΕΥΕΛ
.:  Και τι θα κάνει ένα τσουκάλι;
ΠΕΙΣ.:  Οι κουκουβάγιες δεν θα μας ριχτούν.                        Τα τσουκάλια τα λογαριάζουν ιερά.
ΕΥΕΛ
.:  Ναι, μα από τ' άλλα τα αγριονυχάτα πώς γλιτώνεις;
ΠΕΙΣ.:   Μπήξε μπροστά σου αυτή τη σούβλα.            ΕΥΕΛ.:  Για τα μάτια μου όμως τι να κάνω;
ΠΕΙΣ.: Βάλε ασπίδα ένα σκουτέλι ξιδιού ή ένα πιάτο.
ΕΥΕΛ
.: Τσακαλάκι μου εσύ, πολύ έξυπνο το κόλπο σου.    Ξεπερνάς και τους πολιτικούς στις πονηριές.
 
ΧΟΡ.:Απάνω τους, εμπρός. Χώστε τους το ράμφος  χωρίς αργοπορία. Χτύπα, τσίμπα. Μαδήστε τους.Σπάστε πρώτα το τσουκάλι. 
ΤΣΑΛ.:   Βρε τι πάτε να κάνετε, κωλόπουλα,                        χωρίς να σας πειράξουν πάτε να καταστρέψετε δυο ανθρώπους; ¶σε που είναι από τη γενιά της γυναίκας μου και πατριώτες. 
ΧΟΡ.:  Ποιους άλλους θα βρούμε πιο μισητούς να εκδικηθούμε; 
ΤΣΑΛ.: Παρ' όλο που είναι από τη φύση τους εχθροί μας, έχουν γνώμη φιλική, κι ήρθαν εδώ να μας διδάξουν κάτι χρήσιμο.
 
ΧΟΡ.Κ.:  Πώς γίνεται να μας διδάξουν ή να μας πούνε κάτι ωφέλιμο, που είναι εχθροί μας πάππου προς πάππου.
 
ΤΣΑΛ.: Απ' τους εχθρούς πολλά μαθαίνουν οι μυαλωμένοι. Να, τα κράτη απ' τους εχθρούς και όχι από τους φίλους μάθανε να χτίζουν κάστρα, πύργους, πλοία πολεμικά. Κι έτσι σώζουν τα παιδιά, τα σπίτια και το Βοιός τους. 
ΧΟΡ.: Ναι, ν' ακούσουμε μπορούμε πρώτα τι έχουν να μας πουν. Μαθαίνεις φυσικά κι απ' τους εχθρούς. 
ΠΕΙΣ.: Φαίνεται πως πέφτει ο θυμός τους. Κάνε πίσω.
ΤΣΑΛ.:   Σωστά. Μα και για δικιά μου χάρη να το κάνετε.        ΧΟΡ.Κ.: Και σε τίποτ' άλλο κόντρα ως τώρα δεν σου πήγαμε. 
ΠΕΙΣ.:  Μάλλον έχουν ησυχάσει. Το τσουκάλι βάλε κάτω. Ωστόσο ας κρατάμε το κοντάρι μας, τη σούβλα 
Κι απ' των τσουκαλιών τις άκρες να κοιτάμε ένα γύρω.
Μα να φύγουμε δεν πρέπει.               
ΕΥΕΛ.: Κι αν τύχει και μας σκοτώσουν πού θαρρείς πως θα μας θάψουν;
ΠΕΙΣ.:  Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, νομίζω, με δημόσια δαπάνη. 
ΧΟΡ
.:Μπρος εσείς στη γραμμή σας ξανά. Σκύψτε αργά   σαν οπλίτες και πλάι στην οργή την ανδρεία αποθέεσατεε.
Και ας μάθουμε οι ξένοι μας ποιοι είναι, από πού μας ήρθαν, ποιος ο σκοπός τους. 
ΧΟΡ.Κ.:  Ε, Τσαλαπετεινέ, σε σένα μιλάω.
 ΤΣΑΛ.:   Με φώναξες; Τι θες να μάθεις;
ΧΟΡ.Κ.
:  Ποιοι είναι ετούτοι και από πού;
 
ΤΣΑΛ.:   Ξένοι, από την Ελλάδα την κουλτουριάρα. 
ΧΟΡ.Κ.
:  Και ποια τύχη τους έφερε στα μέρη των πουλιών; 
ΤΣΑΛ
.:Ποθούν τον τρόπο της ζωής σας, θέλουν να μείνουν εδώ για πάντα, συντροφιά σας.
 
ΧΟΡ.Κ.: Μπα! Και τι λένε δηλαδή; 
ΤΣΑΛ.: Απίστευτα πράματα, πρωτάκουστα. 
ΧΟΡ.Κ.: (Δείχνοντας τον Πεισέταιρο)                     
  
Τι θα 'χει να κερδίσει αυτός αν μείνει εδώ; 
ΤΣΑΛ
.: Προβλέπει πλούτη κι αγαθά, απερίγραπτα. Λέει δηλαδή ότι τα πάντα είναι δικά σας και τα εδώ και τα εκεί.  ΧΟΡ.: Μήπως τρελάθηκε;  
ΤΣΑΛ
.: Αυτός έχει μυαλό να φαν και οι κότες.  
ΧΟΡ.Κ.:Και έχει εξυπνάδα το μυαλό του; 
ΤΣΑΛ
.: Είναι μεγάλη αλεπού και τι αλεπού, ξουράφι! 
ΧΟΡ.Κ.
: Πες του λοιπόν να μας τα πει, να τα εξηγήσει.
    
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (469 - 487)  
ΤΣΑΛ. (Στους δυο δούλους): Ε, εσείς οι δυο πάρτε την πανοπλία μου και κρεμάστε την πάλι, δόξα τω θεώ, πλάι στον τρίποδα, στο τζάκι.  
(Στον Πεισέταιρο) : Και εσύ εξήγησε και λέγε το λόγο που τα κάλεσα να 'ρθουνε.
ΠΕΙΣ.: Α, όχι, όχι. Αν δεν κλείσουν πρώτα συμφωνία.
 
ΧΟΡ.:  Ο άνθρωπος είναι δολερός από τη φύση του, ωστόσο μίλα, ό,τι βλέπεις πες το εδώ, μπρος στο κοινό. Αν βρεις πως έχω κάποιο χάρισμα θα 'ναι καλό για το λαό.Γι' αυτό λέγε με θάρρος τον σκοπό που σ' έφερε εδώ. 


1η Ενότητα (Πρόλογος)
2η Ενότητα (Πρόλογος)
3η Ενότητα (Πρόλογος)
4η Ενότητα (Πρόλογος)
5η Ενότητα (Πρόλογος)
6η Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
 

.....στο παρασκήνιο.....
[rm Βίντεο 1,02 MB].(..
...

5η Ενότητα (Πάροδος)
Βίντεo [divx 6.0 MB]
Το κείμενο του έργου
με παράλληλες φωτογραφίες
ΧΟΡ.Κ.: Μίλα λοιπόν κι εγώ δεν θα σπάσω τον όρκο μου.

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (488- 664)

ΠΕΙΣ.: Λοιπόν, μα τον Δία, έχω μια όρεξη να μιλήσω... Δούλε,δώσε μου στεφάνι. Και κάποιος νερό να χύσει στα χέρια μου.
ΕΥΕΛ.: Τι; Πρόκειται να φάμε;
ΠΕΙΣ.: Όχι, για όνομα του θεού. Τόση ώρα γυρεύω να τους...αμολήσω έναν λόγο, που θα τους λιώσει την ψυχή.
(Στον χορό)
Πόσο πονάω για σας, που σε χρόνια παλιά βασιλιάδες...
ΧΟΡ.: Εμείς βασιλιάδες; Ποιανού;
ΠΕΙΣ.: Όλων. Σε όσα υπάρχουνε στον κόσμο, οι πιο παλιοί, πρώτοι εσείς από τους τιτάνες, τον Κρόνο και τη γη.
ΧΟΡ.K.: Και απ' τη γη;
ΠΕΙΣ.: Ναι, μα τον Απόλλωνα.
ΧΟΡ.K.: Τέτοια δεν έχω ματακούσει .
ΠΕΙΣ.: Γιατί είσαι αμαθής και καθόλου περίεργος.
Ούτε διάβασες τον Αίσωπο, που λέει στους μύθους του
πως απ’ όλα τα πουλιά πρώτος γεννήθηκε ο κορυδαλλός.
Έχω πολλές αποδείξεις ότι τον παλιό καιρό κυβερνούσαν
και βασίλευαν τα πουλιά και όχι οι θεοί. Και πρώτο
παράδειγμα ο Πετεινός, βασιλιάς και αφέντης πολύ πιο
παλιός από τον Δαρείο και τον Μεγάβαζο, γι' αυτό
ακόμη τον λέμε Περσοπούλι.
ΕΥΕΛ.: Α, να γιατί και τώρα περπατάει σαν τον μεγάλο βασιλέα και έχει,μόνο αυτός απ' όλα τα πουλιά, στο κεφάλι ολόρθη τιάρα.
ΠΕΙΣ.: Τότε είχε μεγάλη δύναμη κι εξουσία, που ακόμη και τώρα, Μόλις αρχίσει την αυγή τα κικιρίκου, ξυπνάνε όλοι για τη δουλειά. Κάποιοι, ντυμένοι ακόμη απ' τη νύχτα, ξεκινούν βιαστικά.
ΕΥΕΛ.: Γι' αυτό εμένα ρώτα. Εξαιτίας του έχασα ένα πανωφόρι από την Φρυγία, πρώτο πράμα, ο κακομοίρης. Γιατί καθώς κουτσόπινα μια νύχτα στην Αθήνα, αποκοιμήθηκα. Οι άλλοι ακόμη δεν είχαν τελειώσει το φαΐ τους, όταν ξάφνου λάλησε ο κόκορας. Ξημερώνει, είπα 'γω μεσ' στο μεθύσι μου και κίνησα για τον ¶λιμο. Μόλις ξεμυτίζω απ' το τείχος, μου δίνει μια γερή μαγκουριά ένας λωποδύτης, πέφτω χάμω και ώσπου να βάλω τις φωνές πάει το πανωφόρι.
ΠΕΙΣ.: Ήταν τότε που κυβερνούσε τους Έλληνες βασιλιάς ο Περδικογέρακας.
ΕΥΕΛ.: Μωρέ αλήθεια, όταν αντίκρισα και εγώ Περδικογέρακα κυλιόμουν στη γη. Έπειτα όμως γύρισα ανάσκελα μ' ανοιχτό το στόμα κι έτσι κατάπια έναν οβολό και γύρισα στο σπίτι άφραγκος.
ΠΕΙΣ.: Στην Αίγυπτο εξάλλου και σ' όλη τη Φοινίκη βασιλιάς ήταν ο κούκος.
Όποτε έκανε αυτός «κούκου», όλοι οι Φοίνικες τσούρμο
πήγαιναν στους κάμπους και θέριζαν το στάρι και το κριθάρι.
ΕΥΕΛ.: Είναι σωστή λοιπόν η παροιμία που λέει
«όταν σου κάνει «κούκου» τράβα για να σπείρεις»
ΠΕΙΣ.: Μα το πιο φοβερό είναι πως και ο τωρινός μας βασιλιάς, ο Δίας, μ' έναν αετό στο κεφάλι στέκεται, η θυγατέρα του πάλι έχει κι αυτή μια κουκουβάγια και ο Απόλλωνας, σαν παραγιός, ένα γεράκι.
ΕΥΕΛ.: Μα τη Δήμητρα, σωστά τα λες, αλλά γιατί τα έχουν;
ΠΕΙΣ.: Για να μπορούν, όταν τους προσφέρουν θυσία,
και βάζουν, κατά το έθιμο, στα χέρια τους τα σπλάχνα,
να τα παίρνουν αυτά πριν απ' τον Δία. Τότε όλοι ορκιζόταν στα πουλιά, κανείς σε θεό, όπως γίνεται τώρα.
ΧΟΡ.: Φίλε, πικρότατο λόγο μας είπες.
Δάκρυα χύνω για των γονιών μου τον ξεπεσμό,
Μα απ' το θεό σωτήρας μου ήρθες και από την καλή μου τύχη.Σε σένα τώρα αφήνω τον εαυτό μου και τα παιδιά μου να κυβερνάς.Η ζωή πια δεν αξίζει αν δεν πάρουμε και πάλι την παλιά μας εξουσία.

1η Ενότητα (Πρόλογος)
2η Ενότητα (Πρόλογος)
3η Ενότητα (Πρόλογος)
4η Ενότητα (Πρόλογος)
5η Ενότητα (Πρόλογος)
6η Ενότητα (Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
(Υπό κατασκευήν)
 

.....στο παρασκήνιο.....
[rm Βίντεο 1,02 MB].(..
...

Συνεχίζεται...